Σημαντική διάκριση και έπαθλο 100.000 ευρώ απένειμε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) στο νέο Έλληνα επιστήμονα, Σπύρο Καρακίτσιο, ερευνητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο εργαστήριο περιβαλλοντικής Μηχανικής του τμήματος Χημικών Μηχανικών.
Κατά τη διάρκεια μιας τελετής που πραγματοποιήθηκε χθες το βράδυ στις Βρυξέλλες, ο Σ. Καρακίτσιος βραβεύτηκε μεταξύ πολλών υποψηφιοτήτων, για το ερευνητικό του έργο στον έλεγχο της επίδρασης των βαρέων μετάλλων και των πλαστικοποιητών στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών. Πρόκειται για το βραβείο επιστημονικής καινοτομίας LRI (Long Range Research Initiative) που χορηγεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC) σε νέους επιστήμονες, για καινοτόμες έρευνες πάνω στην ανάλυση κινδύνου από χημικά.
«Μετά από πολλή δουλειά κατάφερα φέτος να βρεθώ στον τελικό και να κερδίσω αυτό το βραβείο» δήλωσε ο Σύρος Καρακίτσιος. «Η έρευνά μου αξιολογεί την επίδραση από έκθεση σε πολλαπλές χημικές ενώσεις, σε τυπικά μείγματα στα οποία εκτιθέμεθα καθημερινά, όπως είναι τα βαρέα μεταλλα και οι πλαστικοποιητές, και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη υγεία και στη νευροανάπτυξη των παιδιών», εξήγησε ο Σ. Καρακίτσιος και συνέχισε:
«Με διάφορους τρόπους είμαστε εκτεθιμένοι σε βαρέα μέταλλα και σε πλαστικοποιητές, σε διαφορετικές συγκεντρώσεις. Τα βαρέα μέταλλα έχουν, είτε φυσική προέλευση και περνάνε στο πόσιμο νερό και στα τρόφιμα, είτε προέρχονται από βιομηχανικές δραστηριότητες. Οι πλαστικοποιητές είναι συνθετικά χημικά, τα οποία χρησιμοποιούνται σε πληθώρα προϊόντων καθημερινής χρήσης, όπως υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή τα τρόφιμα, τα παιχνίδια, ακόμα και δομικά υλικά. Μέσω διαφορετικών οδών έκθεσης, καταλήγουν τελικά στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά που, όπως ξέρετε, έχουν τη συνήθεια να βάζουν συχνά τα χέρια στο στόμα έχοντας προηγουμένως ακουμπήσει διάφορες επιφάνειες».
«Έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιές είναι οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Για παράδειγμα ένα βαρύ μέταλο που είχε μεγάλες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, ήταν ο μόλυβδος που παλαιότερα το χρησιμοποιούσαμε στα καύσιμα και σήμερα έχει απαγορευτεί. Όμως τα βαρέα μέταλλα είναι βιοσυσωρεύσιμα και μεταφέρονται από τις κυοφορούσες μητέρες στα παιδιά από γενιά σε γενιά. Η μικρή μείωση του δείκτη νοημοσύνης που έχει επιφέρει η έκθεση μόλυβδου στην Ευρώπη μέσα σε μία δεκαετία, έχει ένα κοινωνοικονομικό κόστος της τάξης των 50 δισ. ευρώ», εξήγσε στο ΑΜΠΕ ο Σ. Καρακίτσιος και πρόσθεσε: «Αυτό που θέλουμε να ανακαλύψουμε, είναι το πώς συντελεί στη νευροανάπτυξη των παιδιών και στο δείκτη νοημοσύνης τους, η παράλληλη έκθεση σε βαρέα μέταλα και σε πλαστικοποιητές. Θέλουμε να αναπτύξουμε μία μεθοδολογία σε εκθέσεις σε χειμικά μείγματα, που θα συντελέσει στην ανάπτυξη ενός νέου επιστημονικού παραδείγματος για την ανάλυση κινδύνου από χημικά».
Εξάλλου, ο Σ. Καρακίτσιος μίλησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τομέας της έρευνας στην Ελλάδα και ειδικότερα για την περιορισμένη χρηματοδότηση. «Δυστυχώς δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από το κράτος, αν και γίνονται κάποιες προσπάθειες με μικρά προγράμματα. Με τις δυσκολίες και τις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, πολλοί καλοί, νέοι σε ηλικία, Έλληνες ερευνητές, έχουν φύγει στο εξωτερικό – και αυτό θεωρώ ότι θα είναι πρόβλημα στο μέλλον. Οι οικονομικές συνθήκες δεν είναι καλές, τα περισσότερα εργαστήρια γενικά δεν έχουν καλή χρηματοδότηση. Είμαι τυχερός, γιατί είμαι σε εργαστήριο που έχει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, όμως για τους περισσότερους ερευνητές είναι ασύμφορο να εργάζονται στην Ελλάδα. Δεν μπορούν να επιζήσουν, και προτιμούν να πάνε στο εξωτερικό όπου θα έχουν καλύτερο μισθό».
Ο Σπύρος Καρακίτσιος είναι Διπλωματούχος φυσικός (2002), με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης (Master) στην χημική, περιβαλλοντική και υπολογιστική τεχνολογία-προσομοίωση (2004), διδάκτωρ του τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών (2008) του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με εξειδίκευση στην αποτίμηση της ανθρώπινης έκθεσης σε χημικά. Είναι ενεργό μέλος του ΕΦΕΜ/ΕΚΕΤΑ και του εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του τμήματος Χημικών Μηχανικών του ΑΠΘ, από το 2011 όπου και δραστηριοποιείται σε διάφορα ερευνητικά αντικείμενα και ανταγωνιστικά προγράμματα. Κατά τα έτη 2008-2011, εργάστηκε ως μετα-διδακτορικός ερευνητής στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και στο Ινστιτούτο για την Υγεία και Προστασία του Καταναλωτή (ISPRA) στην Ιταλία.