Την πρόθεση της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει τον Ιούλιο σε νέα αύξηση των επιτοκίων της, εξέφρασε η επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της απόφασης για την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25%, που αποφάσισε σήμερα το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας.
Λαγκάρντ: Παραμένει ψηλά ο πληθωρισμός για μεγάλο χρονικό διάστημα
«Δεν έχουμε φθάσει ακόμη στον προορισμό μας. Έχουμε ακόμη δρόμο να καλύψουμε. Για αυτό τον Ιούλιο θα προχωρήσουμε σε νέα αύξηση των επιτοκίων», ανέφερε χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ. Τόσο η σημερινή όσο και η «προειλημμένη» απόφαση του Ιουλίου, όπως εξήγησε η ίδια οφείλεται στο ότι πληθωρισμός παρόλο που αποκλιμακώνεται παραμένει σε αρκετά υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τον Μάιο, ο πληθωρισμός , υποχώρησε στο 6,1% από 7% τον Απρίλιο, απέχει πολύ από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Παράλληλα, ο δομικός πληθωρισμός , εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού, παραμένει υψηλός παρά τη μικρή επιβράδυνση που κατέγραψε τον Μάιο στο 5,3% από 5,6% τον Απρίλιο.
Λαγκάρντ: Οι προηγούμενες αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος εξακολουθούν να αυξάνουν τις τιμές σε ολόκληρη την οικονομία
Αναφερόμενη στις προοπτικές του πληθωρισμού η επικεφαλής της ΕΚΤ επεσήμανε ότι προηγούμενες αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος εξακολουθούν να αυξάνουν τις τιμές σε ολόκληρη την οικονομία.
Παράλληλα, οι πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις αποτελούν σύμφωνα με την ΕΚΤ ολοένα και πιο σημαντική πηγή πληθωρισμού. Οι αποδοχές ανά εργαζόμενο αυξήθηκαν κατά 5,2% το πρώτο τρίμηνο του έτους και οι μισθοί κατά 4,3% .
Αβέβαιες προοπτικές για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Η σημερινή απόφαση, για την όγδοη κατά σειρά, αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25%, αντανακλά τις εξαιρετικά αβέβαιες – σύμφωνα με την ΕΚΤ- προοπτικές της οικονομίας της ευρωζώνης για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις ο πληθωρισμός αναμένεται να κλείσει φέτος στο 5,1% έναντι 5,3% που ήταν η πρόβλεψη του Μαρτίου, ωστόσο το 2024 και 2025 η νέα πρόβλεψη είναι δυσμενέστερη. Συγκεκριμένα το 2024 ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 3% έναντι 2,9% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη, ενώ για το 2025 προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,3% από 2,1% που προβλεπόταν τον Μάρτιο.
Επι τα χείρω αναθεωρήθηκαν επίσης και οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας προβλέποντας ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος κατά 0,9% (έναντι 1% που ήταν η πρόβλεψη του Μαρτίου) κατά 1,5% το 2024 (από 1,6% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη) ενώ αμετάβλητη στο 1,6% παρέμεινε η πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ το 2025
Μετά τη σημερινή αύξηση το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται πλεόν στο 3,5% ενώ το αντίστοιχο για τις κύριες πράξης αναχρηματοδότησης στο 4% . Σημειώνεται ότι μετά την σημερινή απόφαση τα επιτόκια επανέρχονται στο επίπεδο που ήταν το 2001. Η ΕΚΤ επιβράδυνε τον ρυθμό της ανόδου των επιτοκίων της στις 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίασή της τον Μάιο μετά από συνεχείς αυξήσεις 75 και 50 μονάδων βάσης. Ωστόσο από πέρυσι τον Ιούλιο, οπότε άνοιξε ο κύκλος των αυξήσεων τα επιτόκια έχουν αυξηθεί συνολικά κατά 4%, συμπαρασύροντας προς τα πάνω το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων .
Σημειώνεται ωστόσο, ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν επηρεάζει το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων, μετά την απόφαση των ελληνικών τραπεζών να επιβάλουν «μορατόριουμ» παγώνοντας τα επιτόκια.
Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί κατακόρυφα, μετά τις τελευταίες αυξήσεις, και ο ρυθμός χορήγησης νέων δανείων επιβραδύνεται. Οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει περαιτέρω προς τον στόχο, καθώς αναμένεται να περιορίσουν ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.
Σήμερα εξάλλου το δ. σ της ΕΚΤ αποφάσισε τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων ΑPP στο τέλος Ιουνίου. Ετσι, από τις αρχές Ιουλίου η ΕΚΤ θα σταματήσει να επανεπενδύει τα ποσά που προέρχονται από τα ομόλογα που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της και λήγουν.
Αντίθετα όσον αφορά στα ομόλογα που αγοράστηκαν από την ΕΚΤ στο πρόγραμμα της πανδημίας η Τράπεζα θα συνεχίσει να επανεπενδύει τους τίτλους που αποπληρώνονται έως το τέλος του 2024.