Οι δοκιμασίες της Ελλάδας αποτελούν παράδειγμα των δυσκολιών της συγκατοίκησης των ευρωπαϊκών χωρών στην περίπτωση που δεν ακολουθούν όλοι τους ίδιους κανόνες. Αυτό επισημαίνει, σε ανάλυση που δημοσιεύεται σήμερα στο έντυπο ευρωπαϊκής ενημέρωσης Agence Europe, ο διευθυντής του Φερντινάντο Ρικάρντι.
Ωστόσο, κατά την άποψή του, ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα των αποφάσεων. «Βρισκόμαστε ακόμα σε προπαρασκευαστικό στάδιο» σχολιάζει, τονίζοντας ότι το ζήτημα αποχώρησης χώρας-μέλους της ευρωζώνης παραμένει ανοικτό, ενώ οι απόψεις που ακούγονται διαφέρουν ριζικά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η ιδιότητα μέλους στο ευρώ είναι αμετάκλητη, άλλοι ότι η αποχώρηση από το ευρώ αποτελεί μία αυτόματη συνέπεια για εκείνες τις χώρες που δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν τους κανόνες της Ευρωζώνης, ενώ μία τρίτη άποψη υποστηρίζει ότι οι χώρες που εγκαταλείπουν την Ευρωζώνη θα πρέπει να εγκαταλείψουν και την ΕΕ. Επί του παρόντος, ο διάλογος περιορίζεται στις ελληνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, σημειώνει ο Ρικάρντι, επισημαίνοντας ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη ελπίζουν στη νίκη των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και απεύχονται τη νίκη του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος απορρίπτει την πολιτική λιτότητας.
Ο κ. Ρικάρντι θεωρεί αυτούς τους φόβους δικαιολογημένους, δεδομένου ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει εκφράσει την πρόθεσή του να απορρίψει πλήρως την πολιτική λιτότητας στην οποία έχει δεσμευτεί η Ελλάδα, στην περίπτωση που εκλεγεί και καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι τόσο για πολιτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους, η ΕΕ δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, σημειώνοντας ότι εάν η Ελλάδα αποτύχει, άλλη μία φορά, να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, οι συνέπειες θα είναι σοβαρές, κυρίως για εκείνες τις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες τώρα βγαίνουν από μία κατάσταση παρόμοια με αυτή της Ελλάδας.
Συνεχίζοντας, ο διευθυντής του εντύπου τονίζει ότι και οι δύο πλευρές θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι δραματική, αλλά ενδέχεται να γίνει δραματική και για τους πιστωτές της. Σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην Ελλάδα το ένα τέταρτο του πληθυσμού, πλέον, δεν διαθέτει κοινωνική ασφάλιση, η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία είναι δραματική, ενώ έχουν επιστρέψει η ελονοσία και η φυματίωση.
Στην άλλη πλευρά, υποστηρίζει ο κ. Ρικάρντι, αρκετές χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες αύξησαν το χρέος τους προκειμένου να δανείσουν στην Ελλάδα. Σαφώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές που έχουν ωφεληθεί είναι οι τράπεζες, σχολιάζει, επιμένοντας, ωστόσο, ότι πολλοί εθνικοί προϋπολογισμοί «υποφέρουν» λόγω αυτού του δανεισμού. Συγκεκριμένα, ο δανεισμός της Ελλάδας έχει κοστίσει 56 δισ. στη Γερμανία, 42 στη Γαλλία, 37 στην Ιταλία και 24 στην Ισπανία. Από την πλευρά του, το ΔΝΤ έχει «αναστείλει τις πληρωμές (προς την Αθήνα) εν αναμονή διευκρινίσεων για την κατάσταση» κάτι που είναι απολύτως κατανοητό, αναφέρει.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, ορισμένοι αναλυτές παραμένουν αισιόδοξοι. Πιστεύουν πως η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα είναι καθοδόν και πως οι προσπάθειες που έχουν γίνει άρχισαν να αποφέρουν καρπούς. Όμως, ο κατάλογος όσων απομένουν να βελτιωθούν παραμένει μακρύς: Αντιμετώπιση της διαφθοράς στο κράτος, πραγματοποίηση περισσότερων μεταρρυθμίσεων, πιο σοβαρή δουλειά όσον αφορά τη συλλογή φόρων, πιο αποτελεσματική διοίκηση, επαναδιαπραγμάτευση με τους πιστωτές, στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Οι εν λόγω στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε μία νύχτα, σχολιάζει ο κ. Ρικάρντι. Όμως, αποτελούν τις μοναδικές προϋποθέσεις για να καταφέρει η Ελλάδα να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα. Δυστυχώς, η εντύπωση ότι η Αθήνα δεν θα καταφέρει ποτέ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις παραμονής στην Ευρωζώνη συνεχώς κερδίζει έδαφος, αν και οι λεπτομέρειες ενός θεωρητικού Grexit δεν είναι ακόμα γνωστές, προσθέτει.
Τέλος, τονίζει ότι ακόμα και η Γερμανίδα καγκελάριος εξακολουθεί να επιβεβαιώνει τους πάντες ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν συζητείται. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη από τους ηγέτες που απεύχεται τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εκλογές. «Αν και, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίσει, δεν θα λυθούν τα υφιστάμενα ζητήματα» καταλήγει ο κ. Ρικάρντι.