Γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ειδική έκδοση του Economist «Ο κόσμος το 2016»
Το 2016 θα είναι άλλο ένα υφεσιακό έτος. Στην καλύτερη περίπτωση στο τέλος της φετινής χρονιάς θα βρεθούμε στην ίδια θέση που ήμασταν στο τέλος του 2014, και μάλιστα με πολύ χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα εξαιτίας των πρόσθετων φόρων και των περικοπών των συντάξεων αυτής της διετίας. Δύο χρόνια αδικοχαμένα, που έχουν οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Το ευκαιριακό κόστος της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι τεράστιο.
Η Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ υλοποίησε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα την πιο θεαματική δημοσιονομική προσαρμογή που σημειώθηκε ποτέ στον κόσμο. Με όλα της τα επιμέρους ελαττώματα, η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη. Επέτυχε όμως η χώρα, μετά από πολλά χρόνια, και μάλιστα για δυο συνεχή έτη, να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα. Προφανώς, αυτή η προσαρμογή οδήγησε σε ύφεση, που ήταν το αναπόφευκτο τίμημα που έπρεπε να υποστούμε προκειμένου να εξυγιάνουμε τα δημόσια οικονομικά μας. Όμως, η κατάσταση, στο τέλος του 2014, είχε σταθεροποιηθεί. Η χώρα, μετά από έξι συνεχόμενα έτη βαθιάς ύφεσης, επέστρεψε σε θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Και η στιγμή της ουσιαστικής συγκομιδής ήταν το 2015. Και αυτό ήταν αναμφισβήτητο. Ακόμη και οι πλέον απαισιόδοξοι μακροοικονομολόγοι εκτιμούσαν σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας για το 2015 και προέβλεπαν ακόμη σημαντικότερη για το 2016.
Αν αυτό συνέβαινε, τα σημαντικά προβλήματα που καλείται η Ελλάδα να αντιμετωπίσει και κυρίως το ασφαλιστικό, θα είχαν πολύ ευκολότερες λύσεις.
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μας οδήγησε σε δύο χρόνια ύφεσης ακριβώς τη στιγμή που ήμασταν έτοιμοι να δρέψουμε τους καρπούς της δραστικής δημοσιονομικής προσαρμογής που με κόπο και θυσίες υπέστη ο ελληνικός λαός. Το στατικό μέγεθος της εκτιμώμενης ζημιάς από την Κυβέρνηση αποτιμάται συνεπώς αθροιστικά σε περίπου 7% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2016.
Είναι συνεπώς τέτοια τα μεγέθη, οι παραλείψεις και οι ζημιές για την οικονομία της χώρας, που δικαιολογείται απόλυτα η απόφασή μας να διερευνήσουμε σε βάθος τι έγινε το καλοκαίρι του 2015 που οδηγηθήκαμε στο κλείσιμο των τραπεζών και τους κεφαλαιακούς ελέγχους.
Αυτό που είναι όμως εξίσου – αν όχι περισσότερο ανησυχητικό – είναι ότι δεν προχωρούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Έχω τονίσει επανειλημμένα ότι η Ελλάδα χρειάζεται 100 δις ευρώ επενδύσεις αμέσως προκειμένου να πάρει μπροστά η πραγματική οικονομία. Η Κυβέρνηση, όμως, επιλέγει συνειδητά να αποθαρρύνει κάθε είδους επένδυση.
Με τις ενέργειές της, δυσφημίζεται η χώρα. Αφού η Κυβέρνηση κατέκτησε εκ μέρους μας τη διάκριση της χειρότερης και πιο κοστοβόρας διαπραγμάτευσης του 2015 (εκτίμηση πανεπιστημίου Χάρβαρντ), όσες φορές συνάντησε εν δυνάμει επενδυτές προκάλεσε θυμηδία και ταυτόχρονα απορία. Αρκεί να θυμηθούμε το ύφος του κ. Κλίντον στο περίφημο πάνελ επενδυτών για την Ελλάδα.
Στο τέλος του 2016 θα είμαστε στα επίπεδα του τέλους του 2014 αλλά με πολύ χειρότερους όρους και προοπτικές, διότι θα πρέπει να ανακτήσουμε την εθνική μας αξιοπιστία, που συστηματικά πριονίζεται. Και γιατί, στο μεταξύ, θα έχουν επιβληθεί 6 δις ευρώ πρόσθετα μέτρα λιτότητας, που η χώρα δεν χρειαζόταν στο τέλος του 2014. Μέτρα κυρίως στην κατεύθυνση της επιπλέον φορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Μέτρα που «σκοτώνουν» την ιδιωτική οικονομία.
Το 2016 εκτιμώ ότι θα εξελιχθεί με ταχύ ρυθμό η θεσμική διάβρωση της χώρας από τη φασίζουσα κομματική νοοτροπία του ΣΥΡΙΖΑ. Η επέλαση του κόμματος σε κράτος και θεσμούς είναι ήδη επιθετική και ανερυθρίαστη. Έχω περιγράψει την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα παγόβουνο. Η λευκή κορυφή που προεξέχει είναι ο δήθεν μεταρρυθμιστικός μανδύας της μνημονιακής συμμόρφωσης. Κι από κάτω κρύβεται ο σκοτεινός απειλητικός όγκος του μεγάλου κομματικού κράτους, της υπερφορολόγησης, της χειραγώγησης ανεξάρτητων θεσμών και αρχών, του εξισωτισμού προς τα κάτω στην Παιδεία.
Αν μπορώ να δω μια αισιόδοξη προοπτική, μεσοπρόθεσμα αυτή θα είναι η κατάρρευση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Με αυτήν θα κλείσει το τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο του λαϊκισμού της μεταπολίτευσης.
Οι πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Οι 404.000 πολίτες που αυτόβουλα προσήλθαν σε μια επίπονη διαδικασία που απαιτούσε ώρες ορθοστασίας και καταβολή τιμήματος συμμετοχής έστειλαν ένα ξεκάθαρο και ισχυρό μήνυμα: «δώστε τέρμα στο λαϊκισμό».
Η βαθιά κρίση – όπως συχνά συμβαίνει – οδήγησε την κοινωνία μας σε μια ταχεία ωρίμανση. Οι πολίτες όλο και περισσότερο αναζητούν ειλικρίνεια προκειμένου να αποκατασταθεί η διαταραγμένη σχέση πολιτικής – πολιτών. Συνειδητοποιήσαμε ότι είναι πλέον αδιανόητο οι πιο παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, η δημιουργική Ελλάδα, η Ελλάδα που ξυπνάει νωρίς, να μένει μακριά από την πολιτική.
Όπως έχω επανειλημμένα υποστηρίξει, η πολιτική δημιούργησε το πρόβλημα και η πολιτική θα το λύσει.
Είμαι αισιόδοξος διότι το έδαφος είναι ίσως πιο εύφορο από ποτέ για τη σφυρηλάτηση μιας νέας δημιουργικής σχέσης πολιτών – πολιτικής. Η Νέα Δημοκρατία θα τιμήσει την εμπιστοσύνη και την εντολή των πολιτών. Και θα καλλιεργήσει αυτή τη σχέση με συνέπεια δίνοντας νόημα στη δημιουργική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, δίνοντας νόημα στην πολιτική.
Η μέχρι πρότινος σιωπηλή πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας βγαίνει δυναμικά μπροστά και με όχημα τη Νέα Δημοκρατία παίρνει την Ελλάδα στα χέρια της. Έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση και τον εφιάλτη των μνημονίων.