Κύπριοι πολίτες που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω ζημίας που τους προκάλεσε το μνημόνιο που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούν να εκδικασθούν από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου
Τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδια να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται κατά του Eurogroup, καθώς πρόκειται για άτυπο όργανο που λειτουργεί ως «γέφυρα» μεταξύ του εθνικού επιπέδου, του ενωσιακού επιπέδου, καθώς και του διακυβερνητικού επιπέδου το οποίο βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
Αυτή είναι η πρόταση του γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της ΕΕ Τζιοβάνι Πιτρουτσέλα, σύμφωνα με τον οποίον το Eurogroup πρέπει να θεωρηθεί οργανισμός που «αποτελεί ιδιαίτερη έκφραση του διακυβερνητισμού ο οποίος χαρακτηρίζει τη συνταγματική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ» και συνεπώς Κύπριοι πολίτες που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω ζημίας που προκάλεσε στις καταθέσεις τους, τις μετοχές ή τα ομόλογά του, το μνημόνιο που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούν να εκδικασθούν από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου.
«Η Ευρωομάδα, η οποία σχεδιάστηκε ως αμιγώς διακυβερνητικό όργανο, στο περίπλοκο πλαίσιο του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών που ανήκουν στην ΟΝΕ, επιτελεί λειτουργία σύνδεσης της κρατικής σφαίρας με τη σφαίρα της Ένωσης. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας αναγνώρισε την ύπαρξη του οργανισμού αυτού, ο οποίος βρίσκεται εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης, και επισημοποίησε τη συμμετοχή της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις εργασίες του, αλλά δεν είχε την πρόθεση να μεταβάλει τη νομική φύση του, η οποία συνδέεται με τον ρόλο του ως «γέφυρας» μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα.
Το ιστορικό
Τους πρώτους μήνες του 2012, διάφορες τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου (Λαϊκή) και της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (Τράπεζα Κύπρου), αντιμετώπισαν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στον πρόεδρο του Eurogroup, ο οποίος ανέφερε ότι η ζητηθείσα χρηματοπιστωτική συνδρομή θα παρασχεθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής που θα συγκεκριμενοποιούνταν με μνημόνιο. Το μνημόνιο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και, αφετέρου, της Κύπρου. Με δήλωσή του τον Μάρτιο του 2013, το Eurogroup ανακοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε σχέδιο μνημονίου σχετικά με την αναδιάρθρωση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, εξ ονόματος του ΕΜΣ, και η Κύπρος υπέγραψαν το μνημόνιο και ο ΕΜΣ χορήγησε στο εν λόγω κράτος μέλος χρηματοπιστωτική συνδρομή. Στις 25 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/236 σχετικά με ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης
.
Διάφοροι ιδιώτες και διάφορες εταιρίες ήταν τότε δικαιούχοι λογαριασμών καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου ή μέτοχοι ή ομολογιούχοι δανειστές των τραπεζών αυτών. Οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρίες θεωρούν ότι η εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν με τις κυπριακές αρχές προκάλεσε σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεών τους, των μετοχώντους ή των ομολόγων τους. Ως εκ τούτου, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά, μεταξύ άλλων, της Ευρωομάδας, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω των μέτρων αυτών. Με αποφάσεις του της 13ης Ιουλίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις εν λόγω αγωγές αποζημίωσης με το σκεπτικό ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Απέρριψε επίσης τις ενστάσεις απαραδέκτου που το Συμβούλιο είχε προβάλει όσον αφορά τις αγωγές αποζημίωσης που είχαν ασκηθεί κατά, μεταξύ άλλων, της Ευρωομάδας, κρίνοντας ότι η Ευρωομάδα είναι οντότητα της Ένωσης ιδρυθείσα τυπικώς με τις Συνθήκες και προοριζόμενη να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης.
Με τις αιτήσεις αναίρεσης που το Συμβούλιο άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τίθεται το ζήτημα του χαρακτηρισμού της Ευρωομάδας ως «θεσμικού οργάνου» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται κατά του οργανισμού αυτού, σχετικά με ενδεχόμενες ζημίες προκληθείσες από πράξεις του που φέρονται να είναι ζημιογόνες. Με τις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να αναιρέσει τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέρος που απέρριψαν τις ενστάσεις απαραδέκτου που το Συμβούλιο είχε προβάλει όσον αφορά την Ευρωομάδα.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, για να εξακριβωθεί αν η Ευρωομάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως«θεσμικό όργανο της Ένωσης», πρέπει να εξεταστούν η νομική φύση του οργανισμού αυτού και η θέση του στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ)
Για το σκοπό αυτόν, αναλύοντας τη συνταγματική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει, ευθύς εξαρχής, ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως όργανο της Ένωσης για τους σκοπούς άσκησης προσφυγής ακυρώσεως.
Συναφώς, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν είναι αρμόδια να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται κατά του οργανισμού αυτού σχετικά με ενδεχόμενες ζημίες που προκλήθηκαν από πράξεις της Ευρωομάδας που φέρεται ότι ήταν ζημιογόνες. Κατά συνέπεια, οι αγωγές που άσκησαν πρωτοδίκως οι K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. και οι Ε. Μπουρδούβαλη κ.λπ. είναι απαράδεκτες κατά το μέρος που στρέφονται κατά της Ευρωομάδας.