Αντισυνταγματική είναι σύμφωνα με το ελεγκτικό συνέδριο η μη καταβολή της σύνταξης σε περίπτωση που ο δημόσιος υπάλληλος που την δικαιούται έχει καταδικαστεί.
Επιπλέον η μη καταβολή της σύνταξης είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας ενώ πρόκειται για δυσανάλογο μέτρο που δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Αυτό έκρινε το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο δίνοντας το πράσινο φως σε εφοριακό για την χορήγηση της σύνταξης του.
Το ιστορικό
Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) απέρριψε αίτηση εφοριακού υπαλλήλου που ζητούσε να του χορηγηθεί σύνταξη με την αιτιολογία ότι έχασε το συνταξιοδοτικού του δικαίωμα λόγω αμετάκλητης καταδίκης του για το αδίκημα της δωροδοκίας. Αμεςως μετα αρχιςαν οι διαδικασίες για την χορήγηση σύνταξης στα μέλη της οικογένειας του (σύζυγο και δύο κόρες).
Το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο έκρινε ότι η οριστική απώλεια της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, «αναξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος της σύνταξης αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές», καθώς και της απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, περιλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως, λόγω ασθενείας, «συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαθχές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μία ηλικία κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξης του μέσω άλλων πόρων είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιή, αν όχι ανύπαρκτη».
Εξάλλου, συνεχίζουν οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, αναξέρτητα αν είναι πλημμεληματικού ή κακουργηματικόυ χαρακτήρα, «δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς» έτσι ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση δυναμένη να οδηγήσει στην απόλυση του υπαλλήλου».
Η Ολομέλεια του Ε.Σ. κατέληξε ότι οι δυσμενείς αυτές συνέπειες της απώλειας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ενώ η κύρωση επεκτείνεται και μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε, με συνέπεια να προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ πλήττει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας.