Αντισυνταγματικές κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διατάξεις του νόμου 3842/2010 που ανέτρεψαν το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει από το 1923 και επέβαλαν άμεση καταβολή φόρου κληρονομιάς στα ακίνητα που βρίσκονται σε διαδικασία απαλλοτρίωσης, παρά το γεγονός ότι αυτά παραμένουν επί σειρά ετών δεσμευμένα, χωρίς να μπορεί ο ιδιοκτήτης να τα αξιοποιήσει.
Το νομοθετικό πλαίσιο για το επίμαχο ζήτημα το οποίο ίσχυε από το 1923 μέχρι το 2010 προέβλεπε ότι τα ακίνητα που κληρονομούνται και έχουν κηρυχθεί ως αναγκαστικά απαλλοτριωθέντα φορολογούνται το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης ή κατά το χρόνο άρσης της απαλλοτριώσεις τους.
Όμως, ο επίμαχος νόμος 3842/2010 αφού κατάργησε το έως τότε νομοθετικό πλαίσιο, προέβλεψε ότι μέσα σε ένα έτος από την ψήφιση του νόμου (δηλαδή μέσα στο 2011) όσοι κληρονομήσαν απαλλοτριωμένες εκτάσεις πρέπει να υποβάλλουν αναδρομικά δηλώσεις φόρου κληρονομιάς και να πληρώσουν φόρο κληρονομιάς, με συντελεστή 0,80 ή 0,75 κατά το σύστημα αντικειμενικών αξιών.
Η επίμαχη ρύθμιση του νόμου 3842/2010, τέθηκε -σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση- για να μην έχουν οι φορολογούμενοι εκκρεμότητες.
Τώρα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με την υπ΄ αριθμ. 166/2016 απόφασή της έκρινε ότι η επίμαχη ρύθμιση του νόμου 3842/2010 είναι αντίθετη στα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος.
Η υπόθεση απασχόλησε την Ολομέλεια του ΣτΕ μετά από παραπεμπτική απόφαση του Β΄ Τμήματος του ίδιου δικαστηρίου, που έχει εκφράσει τις ίδιές θέσεις με αυτές της Ολομέλειας, ως προς το Συνταγματικό σκέλος.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η άμεση φορολόγηση ακινήτων που έχουν πολεοδομικά βάρη, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος, κατά το μέρος που καθιστά «υποχρεωτική την επιβολή του οικείου φόρου κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού υπό τις συνθήκες αυτές, η απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου δεν αντανακλά αντίστοιχη επαύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου, διασφαλίζοντας όπως θα έπρεπε την φορολόγησή του ανάλογα με τις δυνάμεις του».
Επιπρόσθετα, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση και με το άρθρο 17 του Συντάγματος καθώς «η επιβολή φόρου κληρονομιάς σε ένα τέτοια ακίνητο φαίνεται να στηρίζεται στην πεποίθηση του νομοθέτη περί επί μακρόν αδράνειας της Διοικήσεως σε σχέση με την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, πεποίθηση ασυμβίβαστη με την κατά το Σύνταγμα επιβαλλόμενη καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως, η οποία κατά την έννοιά του, πρέπει να γίνεται σε εύλογο διάστημα, καταλήγοντας άλλως σε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας που προστατεύουν τόσο την ως άνω συνταγματική διάταξη, όσο και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)».
Κατόπιν αυτών, η Ολομέλεια του ΣτΕ, ακύρωσε την πράξη προσδιορισμού φόρου κληρονομιάς του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πρέβεζας, που υποχρέωνε κληρονόμο δύο ρυμοτομούμενων και απαλλοτριούμενων ακινήτων στην άμεση καταβολή φόρου κληρονομιάς – από το 1998 – ύψους 163.162 ευρώ, προσαυξημένο κατά 93.818 ευρώ.