Πολιτική

Από τον θρίαμβο της Ένωσης Κέντρου το 1964, στο χάος της Κεντροαριστεράς σήμερα: Τι διδάσκει η Ιστορία

Στις 16 Φεβρουαρίου, σαν σήμερα δηλαδή, πριν όμως από 61 χρόνια, το 1964, η Ενωση Κέντρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου, κέρδισε τις εκλογές με 53%. Η Ενωση Κέντρου ήταν συνασπισμός μικρών κομμάτων. Πολιτικά βρισκόταν στον κεντρώο χώρο, αλλά δεν είχε σαφή και ενιαίο ιδεολογικό προσανατολισμό. Συμμετείχαν πολιτικοί από διαφορετικά ρεύματα, από την Αριστερά (Ηλίας Τσιριμώκος) ως την αντικαραμανλική Δεξιά (Στέφανος Στεφανόπουλος). Συνεκτικός κρίκος όλων αυτών ήταν η χαρισματική προσωπικότητα του Γεωργίου Παπανδρέου.

Καταφεύγουμε στην Ιστορία για έναν και μόνο λόγο. Επειδή, όπως και τότε έτσι και σήμερα ολοένα και περισσότερο ακούγεται πιο έντονα η ανάγκη να υπάρξει ένας κεντροαριστερός συνασπισμός προκειμένου να κερδίσει τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σημειώνουμε πως πριν το 1964 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως επικεφαλής της ΕΡΕ, ήταν κυρίαρχος. Είχε κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958, 1961). Εχασε το 1963, αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου που κέρδισε δεν είχε αυτοδυναμία. Και επειδή δεν ήθελε να κυβερνήσει με την κομμουνιστογενή ΕΔΑ οδηγηθήκαμε στις εκλογές του 1964 και τον θρίαμβο της Ενώσεως Κέντρου.

Πιθανώς, αρκετοί θα βρουν πολλές ομοιότητες με το σήμερα, ειδικά εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίσει, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, και τρίτη εκλογική αναμέτρηση. Εξυπακούεται πως κάποιοι άλλοι θα διαφωνήσουν λέγοντας ότι δεν είναι ίδιες οι συνθήκες. Δεκτό. Υπάρχουν όμως ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Και τα οποία σχετίζονται με την ανημπόρια των κομμάτων της σημερινής αντιπολίτευσης να επωφεληθούν από τη φθορά της κυβερνήσεως.

Πρώτον, υπάρχει πολυδιάσπαση. Εάν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ, που είναι αντίθετο σε οποιαδήποτε συνεργασία, έχουμε στη Βουλή πέντε αντιδεξιά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας) τα οποία θα μπορούσαν να συγκροτήσουν έναν πλειοψηφικό πολιτικο-εκλογικό συνασπισμό. Ομως οι συνεννοήσεις, ακόμη και οι παρασκηνιακές, μεταξύ ηγετικών τους στελεχών, θυμίζουν το γνωστό ρητό «Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Οχι μόνο δεν συνεργάζονται, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις το ένα θέλει να βγάλει το μάτι του άλλου. Αν στα ανωτέρω κόμματα προσθέσουμε και το ΜέΡΑ25 (Γιάνης Βαρουφάκης) και το ΚΟΣΜΟΣ (Πέτρος Κόκκαλης), που στις πρόσφατες ευρωεκλογές έλαβαν 2,5% και 1,5% αντίστοιχα, τότε το φαινόμενο της πολυδιάσπασης καθίσταται έτι εναργέστερο και η πολιτική διαχείριση του πρότζεκτ «αντιδεξιά ενότητα» γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Δεύτερον, απουσιάζει η πολιτική προσωπικότητα που θα μπορούσε, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964, να τους ενώσει ή έστω να τους πείσει για την αναγκαιότητα να υπάρξει μια προοδευτική (διαφορετική από την υφιστάμενη) κυβερνητική πρόταση. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, που θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία -επειδή το ΠΑΣΟΚ, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, βρίσκεται στη δεύτερη θέση- δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να το επιδιώξει είτε επειδή δεν το επιθυμεί είτε επειδή αμφισβητείται η ηγετική του επάρκεια.

Οχι μόνο από τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων, αλλά και από το ίδιο του το κόμμα, ενώ δεν του αναγνωρίζεται ένας τέτοιος πρωταγωνιστικός ρόλος και από τους πολίτες καθώς η «πρωθυπουργισιμότητα» του ανδρός κινείται σε μονοψήφιο ποσοστό και μάλιστα στο ήμισυ της δημοφιλίας του κόμματός του. Οταν ούτε οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δεν «βλέπουν» τον Ανδρουλάκη για πρωθυπουργό είναι λογικό να μην είναι ο πολιτικός ο οποίος μπορεί να εμπνεύσει και να ενώσει ευρύτερες δυνάμεις που θα αμφισβητήσουν τη δεξιά ηγεμονία.

Το ίδιο ισχύει και για τον Σωκράτη Φάμελλο. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι μετριοπαθής πολιτικός και ευγενικός άνθρωπος, όμως μέχρι στιγμής δεν δείχνει να είναι ο χαρισματικός ηγέτης που θα μπορούσε να ενώσει -όπως δηλώνει ότι επιθυμεί- τις προοδευτικές δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Επιπροσθέτως, ηγείται ενός κόμματος το οποίο, μετά και την αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη, δημοσκοπικά βρίσκεται μεταξύ τρίτης και έβδομης θέσης! Και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στα υπόλοιπα και υποψήφια για συνεργασία κόμματα. Και πρωτίστως με τη Νέα Αριστερά. Είναι άλλο να έχεις 17% ή ακόμη και 14% και άλλο να έχεις 6% και 7%.

Τρίτον, στις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων της (προοδευτικής) αντιπολίτευσης περισσεύουν οι μικρομεγαλισμοί, οι ανταγωνισμοί, οι εγωισμοί και η ιδιοτέλεια. Πρωτίστως των ηγεσιών και των συνεργατών τους. Τελευταία παραδείγματα η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και οι εξελίξεις στο δυστύχημα των Τεμπών. Η εντύπωση που έδωσαν, τουλάχιστον ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ότι αυτό που πρωτίστως τους ενδιέφερε ήταν η κατοχύρωση της πρωτοκαθεδρίας στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Αντί για κοινό υποψήφιο, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού για τη μονοκομματική υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Τασούλα, η Χαριλάου Τρικούπη διάλεξε τον Τάσο Γιαννίτση και η Κουμουνδούρου τη Λούκα Κατσέλη.

Ούτε σε αυτό το απλό δεν βρήκαν να συμφωνήσουν. Και δεν συμφώνησαν επειδή και τα δύο κόμματα είχαν διαφορετική ανάγνωση της πολιτικής σημειολογίας μιας κοινής υποψηφιότητας. Το ίδιο συνέβη και με τα Τέμπη. Τσακώνονται αν πρώτα πρέπει να κατατεθεί πρόταση μομφής ή να γίνει Προανακριτική για τον Χρήστο Τριαντόπουλο. Αντί να επικεντρώνουν την κριτική τους στις κυβερνητικές ευθύνες για το δυστύχημα, αλληλοκατηγορούνται για τη γνώση της συμπληρωματικής δικογραφίας που εστάλη στη Βουλή. Καλύτερο βοηθό για να βγει από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Μητσοτάκης μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις της 26ης Ιανουαρίου δεν θα μπορούσε να βρει. Προτεραιότητά τους, παρά τα όσα λέγονται, δεν είναι η διαμόρφωση αντικυβερνητικού μετώπου, αλλά η υπερίσχυση στην αντιπολίτευση. Η έγνοια τους δεν είναι να φύγει ο Μητσοτάκης, αλλά ποιο κόμμα θα έρθει δεύτερο. Στόχος τους είναι να ηγηθούν της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και όχι της κυβερνήσεως. Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Και δεν το λέμε εμείς, αλλά το επισημαίνουν όλοι όσοι συμμετέχουν στις παρασκηνιακές συζητήσεις για την αναδιοργάνωση της Κεντροαριστεράς.

Και αυτή θα είναι και η δικαιολογητική βάση για τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν, όπως λέγεται, στο προσεχές μέλλον από κομματικά στελέχη και παράγοντες του δημοσίου βίου για αλλαγή ηγεσίας εν πτήσει, εφόσον οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ είναι καθηλωμένο, ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει χαμηλές πτήσεις και η Νέα Αριστερά κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Μέχρι πρότινος το σενάριο «αλλαγή ηγεσίας εν πτήσει» αναφέρονταν στην κυβέρνηση και την πιθανότητα να αποχωρήσει πριν τις εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης και να αναλάβει το τιμόνι είτε ο Κωστής Χατζηδάκης είτε, το πιθανότερο, ο Νίκος Δένδιας.

Τώρα το σενάριο αυτό αρχίζει και κυκλοφορεί για την αντιπολίτευση. Εάν οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν στασιμότητα ή και υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ, τότε στην πορεία προς τις εκλογές ίσως θα πρέπει (λένε όσοι θέλουν να υπάρχει ένας δεύτερος ισχυρός πόλος διακυβέρνησης για να μην οδηγηθεί η χώρα στην ακυβερνησία) να τεθεί εκ νέου θέμα ηγεσίας αφού ο Ανδρουλάκης εμφανίζεται να μην μπορεί να κεφαλαιοποιήσει υπέρ του ΠΑΣΟΚ ούτε τη φθορά της κυβερνήσεως ούτε την σημαντική υποχώρηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτον, η αντιπολίτευση στερείται ακόμη και της τυπικής λογικής. Καλές οι υψηλές στρατηγικές και τα φιλόδοξα πολιτικά σχέδια, όμως αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες, ειδικά στους αβέβαιους καιρούς που ζούμε, είναι μια εναλλακτική αλλά συγκεκριμένη και ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση. Οταν οι αριθμοί δεν βγαίνουν για να σχηματιστεί κυβερνητική πλειοψηφία θα πρέπει το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσοι εν πάση περιπτώσει διεκδικούν να αναλάβουν το γκουβέρνο, να πουν με ποιον και πώς θα κυβερνήσουν. Η τακτική «να πάμε το τενεκεδάκι πιο κάτω» και «βλέποντας και κάνοντας» διαγενομένου του χρόνου αποτελεί βαρίδι για την αντιπολίτευση.

Οσο μάλιστα καθυστερεί η συγκρότηση της προοδευτικής συμμαχίας και η διατύπωση κυβερνητικού προγράμματος τόσο τα ποσοστά των αντιπάλων του Μητσοτάκη θα μειώνονται και θα ενισχύονται οι λεγόμενες αντισυστημικές ή ακραίες φωνές. Επειδή το ΠΑΣΟΚ μόνο του δεν μπορεί να κερδίσει τις εκλογές ούτε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι πολιτικές (και δυνάμει κυβερνητικές του) συμμαχίες είναι η κυρίαρχη μεταβλητή στα ποσοστά του. Το ίδιο ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για τα άλλα αντικυβερνητικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και τα ακραία δεξιά. Η αδιέξοδη, ως προς τη διακυβέρνηση, στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης το πιθανότερο είναι να ενισχύσει κάποια από τα μικρά κόμματα και ιδιαίτερα αυτά της Λατινοπούλου και του Κασσελάκη, τα οποία θα μπορούσαν, εφόσον μπουν στη Βουλή και εκλέξουν ικανό αριθμό βουλευτών, να συμπράξουν σε μια κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα της Ν.Δ., το οποίο, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, συνεχίζει να προπορεύεται και μάλιστα με σημαντική διαφορά από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ.

Πέμπτον, τα λεγόμενα αντισυστημικά ή ακραία κόμματα, εκτός της ευρωπαϊκής τάσης, ενισχύονται και για έναν ακόμη λόγο. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ αναζητούν κάποιον ηγέτη-μεσσία. Επειδή Ανδρουλάκης και Φάμελλος δεν εκλαμβάνονται -δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία, ειδικά στην πολιτική- ως τα γκεσέμια που θα νικήσουν τον Μητσοτάκη, οι βουλευτές, τα στελέχη και οι οπαδοί τους φαντασιώνονται κάποιον άλλον στη θέση τους. Κάποιον που θα μπορέσει να αναδιοργανώσει, με όρους διακυβέρνησης, τη λεγόμενη Προοδευτική Παράταξη.

Και επειδή αυτός ο κάποιος δεν υπάρχει, οι υφιστάμενες ηγεσίες των δύο κομμάτων απαξιώνονται έτι περαιτέρω, με αποτέλεσμα τα λεγόμενα αντισυστημικά ή ακραία κόμματα (της Δεξιάς και της Αριστεράς), που είναι και προσωποπαγή, όπως επιτάσσουν, ως φαίνεται, οι πολιτικοί καιροί, να φτάνουν ή και να ξεπερνούν, δημοσκοπικά, τα λεγόμενα συστημικά. Κάτι που, ως είναι λογικό, αυξάνει περαιτέρω τη ρευστότητα του κομματικού συστήματος. Αυτός είναι επίσης ένας βασικός λόγος που ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να επωφεληθούν από την κυβερνητική φθορά.

Και όχι μόνο δεν επωφελούνται, αλλά φθείρονται και τα ίδια. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ΠΑΣΟΚ, σε λιγότερο από πέντε μήνες από την (επαν)εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία, επανέρχονται οι φωνές και οι ψίθυροι για την «αδυναμία του Νίκου να κερδίσει τον Μητσοτάκη και να ξανακάνει μεγάλο και κυβερνητικό κόμμα το ΠΑΣΟΚ». Χάρης Δούκας, Παύλος Γερουλάνος και Αννα Διαμαντοπούλου ακούνε, όπως λέγεται, με ενδιαφέρον τον προβληματισμό που αναπτύσσεται σε βουλευτές, μεσαία στελέχη και οπαδούς του κόμματος για τις (διαφορετικής είναι η αλήθεια κατεύθυνσης) αλλαγές που πρέπει να γίνουν προκειμένου η αξιωματική αντιπολίτευση να αποκτήσει κυβερνητική δυναμική.

Το ίδιο συμβαίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Φάμελλος δεν έχει κλείσει ούτε 90 ημέρες στην ηγεσία της Κουμουνδούρου και ο μεν Παύλος Πολάκης σε συνεργασία (;) με τον Νίκο Παππά ετοιμάζονται να ελέγξουν, μέσω του συνεδρίου, οργανωτικά το κόμμα, ο δε Αλέξης Τσίπρας ουσιαστικά αμφισβήτησε την ηγετική επάρκεια του Σωκράτη όταν, σε εκδήλωση του Ινστιτούτου του, τον εξίσωσε με τον Ανδρουλάκη, δηλώνοντας ότι «ανεξάρτητα ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο, η εικόνα στην κοινωνία δεν είναι καλή ούτε για την αντιπολίτευση». Κάποιοι θεώρησαν ότι η αποστροφή αυτή του λόγου του εντάσσεται στο rebranding που επιχειρεί ο πρώην πρωθυπουργός και μάλιστα έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν πως ο Τσίπρας ετοιμάζεται να τεθεί επικεφαλής κόμματος της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Διαβάστε ακόμη

Περισσότερα στην κατηγορία: Πολιτική