Σχεδόν 8.000 χλμ. διανύουν τα σκόρδα για να φτάσουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα δαμάσκηνα «ταξιδεύουν» για 12.700 χιλιόμετρα! Το τζίντζερ με προέλευση από τη Βραζιλία ή το μάνγκο από το Περού έχουν διανύσει 9.620 χλμ. και 11.750 αντίστοιχα, για να φτάσουν στο πιάτο μας.
Αυτό καταγράφηκε στην έρευνα του Τμήματος Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με τίτλο «Από την ύπαιθρο στην πόλη: Μελλοντικά σενάρια για μειωμένα “τροφομίλια” και τοπικά συστήματα παραγωγής». Συγκεκριμένα, αντικείμενο της έρευνας ήταν τα λεγόμενα «τροφομίλια», η απόσταση δηλαδή μετρημένη σε χιλιόμετρα που διανύουν τα φρούτα και τα λαχανικά που καταλήγουν στο πιάτο του κατοίκου του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, διερευνήθηκαν και οι απόψεις μικρών γεωργών, σχετικά με μελλοντικές μορφές συνεργασίας τους με τους αστούς.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα «τροφομίλια» παρουσιάζουν μια αυξητική τάση, με τον καταναλωτή να μπορεί να βρει στο σούπερ μάρκετ μια τεράστια ποικιλία από προϊόντα προερχόμενα από κάθε πλευρά του πλανήτη: Τουρκία, Ιταλία, Αυστρία, Ισραήλ, Πολωνία, Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία, Ακτή Ελεφαντοστού, Κίνα, ΗΠΑ, Βραζιλία, Περού, Χιλή.
Το εντυπωσιακό με την έρευνα είναι ότι τα προϊόντα που ταξιδεύουν από πολύ μακριά δεν είναι μόνο τα λεγόμενα εξωτικά φρούτα και λαχανικά, όπως τζίντζερ, μάνγκο, μπανάνες και φινόκιο, αλλά και κολοκυθάκια, αχλάδια, κρεμμύδια, πιπεριές, πατάτες και σκόρδα.
Ωστόσο, όσο αλλάζει η δομή και το μέγεθος του σημείου λιανικής πώλησης και διερευνώνται πιο μικρά καταστήματα, όπως τα μανάβικα και τα παντοπωλεία της γειτονιάς, τα τροφομίλια των οπωροκηπευτικών μειώνονται. Εδώ τα προϊόντα, όπως κολοκυθάκια, κουκιά, πατάτες, φασολάκια, μανιτάρια, ταξιδεύουν σε απόσταση άνω των 50 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, όπως π.χ. την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, την Κατερίνη, τη Βέροια, την Αριδαία, τα Φάρσαλα και την Κρήτη.
Στην υπαίθρια λαϊκή αγορά, τα «ταξιδεμένα» κηπευτικά είναι μειονότητα. Πρόκειται για προϊόντα όπως πατάτες, κολοκυθάκια, καρότα και φασολάκια από χώρες όπως Λιθουανία, Τουρκία, Βέλγιο και Μαρόκο. Η συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων προέρχεται από την Ελλάδα, από περιοχές όπως Κρήτη, Λακωνία, Ναύπλιο, Άργος, Κόρινθο, Αχαΐα, Βοιωτία, Ορεστιάδα, Πρέβεζα, Άρτα, Ζαγορά, Ξάνθη, Νευροκόπι.
Πάντως, η έρευνα καταδεικνύει και κάτι ακόμη που ίσως θεωρηθεί ανησυχητικό: Οσο ο γεωργικός πληθυσμός της χώρας γηράσκει, όσο η αστικοποίηση αυξάνεται, όσο η κρίση βαθαίνει και τα ποσοστά της ανεργίας και της φτώχειας αυξάνονται, τόσο εντονότερα γίνονται δύο βασικά προβλήματα, εκείνο της διαδοχής και της επιβίωσης των μικρών αγροτών και εκείνο της πρόσβασης των αστών στα τρόφιμα.
Σύμφωνα με την έρευνα, για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία ως τοπικό σύστημα παραγωγής έχει πολλαπλά οφέλη:
καλύτερη επικοινωνία μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, σχέση εμπιστοσύνης,
δυνατότητα άμεσου ελέγχου της προέλευσης των προϊόντων, αυτάρκεια σε τρόφιμα, αειφορική παραγωγή με χαμηλότερο ενεργειακό αποτύπωμα (λόγω χαμηλών τροφομιλίων), διαπραγματευτική δύναμη των γεωργών και κοινωνική συνοχή.