Η «Απόπειρα Δολοφονίας» του Ανδρέα Λοβέρδου, η στιγμιαία αντίδραση – Τι λέει μία ημέρα πριν την παρουσίαση του βιβλίου ο Ευάγγελος Βενιζέλος
Όταν ο Ανδρέας Λοβέρδος έλεγε ότι ήθελε να δείρει τον Αλέξη Τσίπρα, στο εσωτερικό πολιτικό είχε ήδη εισβάλει η υπόθεση Novartis και η σφοδρή αντιπαράθεση της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το νυν κυβερνών κόμμα και το Κίνημα Αλλαγής.
Το κορυφαίο στέλεχος του ΚΙΝΑΛ περιγράφει με ενάργεια τη συγκεκριμένη σκηνή-στιγμιαία αντίδραση, παρουσία δύο στενών συνεργατών του στο προσωπικό του γραφείο. Στο βιβλίο – το οποίο θα παρουσιάσουν αύριο ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ευάγγελος Βενιζέλος- ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ περιγράφει πολλές άλλες έντονες στιγμές που σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν καλά αποτυπώνουν τα συναισθήματά του και όχι μόνο, εκείνη την «καυτή» περίοδο. «Ο τίτλος του βιβλίου «Απόπειρα δολοφονίας» τα λέει όλα» τονίζει με νόημα έτερος βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής που έχει ουκ ολίγες φορές ακούσει τον ίδιο τον συγγραφέα να εστιάζει σε κρίσιμες πτυχές της απόφασης: στο πώς στήθηκε η σκευωρία Novartis και ο ίδιος βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα, όντας ένα από τα 10 πολιτικά πρόσωπα τα οποία μπήκαν στο στόχαστρο, με την τότε κυβέρνηση να στήνει προανακριτική επιτροπή.
Η χαρακτηριστική σκηνή συμβαίνει λίγο πριν έρθει στη Βουλή η πρόταση για τη συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής. Ο Ανδρέας Λοβέρδος περιγράφει στο βιβλίο του ότι καθώς έβλεπε ψέματα και συκοφαντίες σχετικά με την υπόθεση Novartis να υιοθετούνται από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και να στήνεται μια εκστρατεία λάσπης εναντίον του, σκέφτηκε να δείρει τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα μέσα στη Βουλή.
«Έβλεπα στις τηλεοράσεις διαφόρους να λένε συκοφαντικές κουταμάρες, άκουγα να αρθρώνονται επιχειρήματα της συμφοράς με περισπούδαστο ύφος -χαρακτηριστικά στη Βουλή, ένας από αυτούς ούρλιαζε «επαϊόντως»-, διαπίστωνα πως οι πανάθλιες και πανάσχετες συκοφαντίες των ψευδομαρτύρων λανσάρονταν ως επιχειρήματα, ένιωθα πως επιχειρούσαν να σπιλώσουν το έργο μου στα υπουργεία Εργασίας και Υγείας όπου έδωσα τα πάντα, κάνοντας μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακόμη και θα εφαρμόζονται για χρόνια, καταλάβαινα πως επιχειρούν να με δολοφονήσουν κι άρχισα να ζητώ εκδίκηση», γράφει ο Ανδρέας Λοβέρδος και επισημαίνει:
«Δεν είχα, ωστόσο, εστιάσει στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα. Το βάναυσο αυτό συναίσθημα διαχέονταν προς όλες και όλους, όσοι διέσπειραν συκοφαντίες. Τους εκπροσωπούσε ο αρχηγός τους, ο τότε πρωθυπουργός. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα να τον δείρω. Κυριολεκτώ. Την οργάνωσα, μάλιστα, λίγο στο μυαλό μου. Θα επεδίωκα, σκεφτόμουν, να διασταυρωθώ μαζί του, όταν θα ερχόταν στην αίθουσα της Βουλής για να μιλήσει και τότε θα του έσπαγα τη μύτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σοβαρολογούσα.
Παρακάλεσα τον Αγγελο Καραχάλιο και τη Μαρία Μιλήνη να συσκεφτούμε για τη στάση μου στη Βουλή. Όταν έκανα ως εισήγηση τη σκέψη να δείρω τον πρωθυπουργό και κατάλαβαν πως δεν αστειεύομαι, έμειναν αγάλματα. Δεν συνήλθαν αμέσως. Είμαι τόσο ξένος και ριζικά αντίθετος με όλα αυτά, που έψαχναν να βρουν κάτι να πουν. Μετά άρχισαν να διαμαρτύρονται, ίσως και να φωνάζουν.
Τους κοιτούσα απολύτως αδιάφορος. Έως που άρχισαν να αρθρώνουν επιχειρήματα εναντίον όσων σκεφτόμουν να κάνω. Εν πάση περιπτώσει πείστηκα αμέσως. Μετά το συζήτησα για λίγο και με τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσα στην πραγματικότητα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το είχα σκεφτεί».
Έναν χρόνο αργότερα- σύμφωνα με τον κ. Λοβέρδο- μετέφερα τη σκέψη μου αυτή στον μικρότερο γιο μου τον Δημήτρη. Η απάντησή του ήταν καθηλωτική: “Μπαμπά, μην το κάνεις. Εγώ ξέρεις πως είμαι Μέσι, φουλ Μέσι. Αν, όμως, ο Μέσι χτυπήσει τον Ρονάλντο, θα πάρω τη θέση του Ρονάλντο. Δεν έχω άλλον τρόπο να στο πω, αλλά πρέπει να με καταλάβεις, μην το κάνεις”. Και θυμάται: «Παιδί 14 ετών, έμεινε και συζητήσαμε το θέμα Novartis πάνω από 1,5 ώρα. Λέω έμεινε, γιατί ήταν και ο άλλος γιος μου μπροστά όταν ξεκινήσαμε τη συζήτηση, ο Ρωμανός, ο οποίος με στήριξε με τον δικό του συνήθη τρόπο. Δηλαδή με συνοπτικές διαδικασίες και λίγα αλλά σταθερά λόγια. Το χάρηκα πραγματικά. Ένιωσα υπέροχα, περιττό να πω πως τα περί εκδίκησης είχαν λάβει οριστικό τέλος».
Για την υπόθεση θα μιλήσει αύριο αναλυτικά- κατά την παρουσίαση του βιβλίου ο Αντώνης Σαμαράς αλλά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος την περασμένη Παρασκευή, ολοκλήρωσε την κατάθεσή του ως μηνυτής στην ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου.
«Ήρθε επιτέλους η ώρα να διερευνηθεί δικαστικά μια σκευωρία που έπληξε τα θεμέλια της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος με στη σημερινή συνέντευξή του στο newmoney.gr. Πως εκτιμά ότι θα εξελιχθεί η υπόθεση αυτή;
Όπως λέει μεταξύ άλλων ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης:
-Είχα αρχίσει να καταθέτω ως πρώτος μάρτυρας στις 6 Νοεμβρίου. Η κατάθεση διακόπηκε για να επιλυθεί από το Δικαστικό Συμβούλιο το δικονομικό ζήτημα του ρόλου του εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Αν απλώς παρακολουθεί ή αν μπορεί να θέτει ερωτήσεις ή να ζητά διευκρινίσεις έστω μέσω της ανακρίτριας. Τελικά το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η εισαγγελέας μπορεί να παρίσταται αλλά χωρίς να θέτει ερωτήσεις ή να ζητά διευκρινήσεις. Αυτή θα αξιολογήσει όμως το υλικό και θα υποβάλλει στο τέλος πρόταση στο Δικαστικό Συμβούλιο που θα εκδώσει το βούλευμά του. Η ανάκριση είναι ενδελεχής, καλύπτει όλες τις πτυχές της υπόθεσης, διεξάγεται με δικονομική ακρίβεια.
Πρώτο θύμα της υπόθεσης για τον κ. Βενιζέλο, υπήρξε η ανεξαρτησία, η ακεραιότητα και η αξιοπιστία της δικαιοσύνης. «Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν παράλληλες εισαγγελικές δομές που μπορούν να λειτουργούν ως κλειστό κύκλωμα, ερήμην των δικαστικών συμβουλίων, με την προτροπή ή την ανοχή της Εισαγγελίας του ΑΠ. Ελπίζω αυτό να αλλάξει με το νέο σχήμα της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς. Η ανάκριση εκτιμώ ότι θα αποκτήσει γρήγορο ρυθμό γιατί έχουν διεξαχθεί μακρές και λεπτομερείς προκαταρκτικές εξετάσεις. Θα συγκεντρωθούν, υποθέτω, όλες οι σχετικές δικογραφίες, γιατί η ανάκριση αφορά και όλους τους συμμετόχους. Η Δικαιοσύνη καλείται να αποκαταστήσει το κύρος της και να στείλει το μήνυμα ότι κανείς δεν μπορεί να συνωμοτεί σε βάρος του δημοκρατικού πολιτεύματος».