Η εκπρόσωπος τύπου της Νέας Δημοκρατίας και βουλευτής Ιωαννίνων, Άννα Ασημακοπούλου, χαρακτηρίζει απαράδεκτη την ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ σχετικά με τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στη ΝΕΡΙΤ.
Πιο συγκεκριμένα στην δήλωση της αναφέρει τα εξής:
«Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ κατά παράβαση κάθε δεοντολογικής και συνδικαλιστικής αρχής και με καθαρά πολιτικά κίνητρα έφθασε στο σημείο να… καταγγείλει τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στη ΝΕΡΙΤ.
Πρόκειται για πρωτοφανή απόπειρα λογοκρισίας και φίμωσης από ένα σωματείο που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τη δημοσιογραφική δουλειά, το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και το δικαίωμα των δημοσιογράφων να θέτουν ερωτήσεις στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
Οι ίδιοι που παρέχουν στέγη και βήμα σε τρομοκράτες στο όνομα της πολυφωνίας, αρνούνται το δικαίωμα σε συναδέλφους τους δημοσιογράφους να πάρουν συνέντευξη από τον πρωθυπουργό.
Οι ίδιοι που απαιτούν να μην υπάρχει καμία παρέμβαση στους δημοσιογράφους όταν ασκούν το λειτούργημά τους, παρεμβαίνουν και απαξιώνουν τους συναδέλφους και μέλη τους.
Είναι οι ίδιοι που δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να παρέμβουν σε οποιοδήποτε συκοφαντικό δημοσίευμα και στη λάσπη που εκτοξεύουν τα φιλικά τους κομματικά έντυπα.
Είναι οι ίδιοι που δεν βρήκαν να πουν ούτε μια λέξη, όταν η «Αυγή» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Τρομοκρατική οργάνωση το Μαξίμου».
Η αλά καρτ «ευαισθησία», όμως, έχει ονοματεπώνυμο. Και αυτό είναι: ΣΥΡΙΖΑ!».
Νωρίτερα η ΕΣΗΕΑ είχε εκδώσει την ανακοίνωση, η οποία προκάλεσε την αντίδραση της κ. Ασημακοπούλου:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ άφωνο παρακολούθησε τον τρόπο με τον οποίο η κατ΄ όνομα «δημόσια» τηλεόραση ΝΕΡΙΤ παρουσίασε ως «συνέντευξη» το διάγγελμα του πρωθυπουργού κ. Α. Σαμαρά. Το τηλεοπτικό αποτέλεσμα που παρήχθη προσβάλει τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Η χθεσινή εικόνα που παρουσίασε η ΝΕΡΙΤ δυστυχώς επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την ορθότητα της σταθερής απόφασης της ΕΣΗΕΑ να μην αναγνωρίζει το μόρφωμα της ΔΤ/ΝΕΡΙΤ.
Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ ενόψει των κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων για τη χώρα, επαναλαμβάνει ότι οι δημοσιογράφοι οφείλουν να λειτουργούν πρώτα απ’ όλα ως δημοσιογράφοι και να υπερασπίζονται την δημοσιογραφική δεοντολογία, μένοντας μακριά από κομματικά παιχνίδια».