Φρένο στις αυθαιρεσίες που έχουν διαπιστωθεί – και τις οποίες έχει κατά κόρον επισημάνει και αναδείξει το Πρώτο Θέμα – προσπαθεί να βάλει ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, κ. Ιωάννης Μπάκας.
Σε μια από τις πρώτες-πρώτες αποφάσεις που υπέγραψε, αφότου διαδέχτηκε στη ΓΓΔΕ την κυρία Κατερίνα Σαββαίδου, ήταν η εντολή προς τους ελεγκτές ότι δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται παράνομη ή αδικαιολόγητη ή αγνώστου πηγής και προελεύσεως προσαύξηση περιουσίας, η επανακατάθεση μετρητών σε τράπεζα τα οποία είχαν αναληφθεί σε προηγούμενη φάση και ημερομηνία, αρκεί μόνο ο φορολογούμενος να προσκομίσει δικαιολογητικά που να δείχνουν ότι τα χρήματα βρίσκονταν παλαιότερα σε τραπεζικό λογαριασμό.
Μέχρι τώρα έχει διαπιστωθεί πολλές φορές ότι ελεγκτές, κατά τον υπολογισμό των αναλήψεων και των καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς ενός ελεγχόμενου, χαρακτήριζαν πρωτογενή κατάθεση ακόμα και τα χρήματα που είχε κάνει ανάληψη κάποιος αλλά τα κατέθεσε όλα ή μέρος αυτών μετά από κάποιες μέρες ή και μήνες.
Όπως συγκεκριμένα τονίζεται προς τους ελεγκτές «Δεν αντίκειται στη φορολογική διαδικασία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων».
Η εγκύκλιος αυτή δίνει για πρώτη φορά μια ασπίδα προστασίας στους ελεγχόμενους που είχαν συχνά προβλήματα δικαιολόγησης των καταθέσεων τους, παρότι είχαν στην κατοχή τους και τα σχετικά παραστατικά από τις τράπεζες και δείχνει την ευαισθησία της ΓΓΔΕ σε ένα πρόβλημα που χρόνιζε από το 2010. Αίρεται εν μέρει όμως έτσι και ο κίνδυνος που απέτρεπε πολλούς αποταμιευτές να επιστρέψουν στις τράπεζες τα λεφτά που είχαν φυλάξει στο στρώμα λόγω του φόβου χρεοκοπίας.
Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί προέλευση των χρημάτων, τότε αυτά φορολογούνται σαν αδήλωτο εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με φόρο 33%.
Η ίδια εγκύκλιος επισημαίνει ότι ο μετασχηματισμός της περιουσίας όπως πχ η απόκτηση ακινήτων ή μετοχών κτλ με διάθεση μετρητών δεν συνεπάγεται αυτομάτως αδικαιολόγητη προσαύξηση που πρέπει να φορολογηθεί, παρά μόνο αν δεν δικαιολογείται η προέλευση των χρημάτων.