Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΣΟΥΡΛΑΣ, πρ. Υπουργός – Αντιπρόεδρος της Βουλής
Αν διαθέτει κάποιος ελάχιστα αποθέματα ανθρωπισμού, φιλανθρωπίας, λογικής, ηθικής συνείδησης, στοιχειώδους αγάπης δεν έχει παρά να σκεφθεί πώς θα αισθανόταν εάν το δικό του παιδί, ο δικός του άνθρωπος βρισκόταν σε μία μακρινή χώρα και αντιμετώπιζε την αδιαφορία, την περιφρόνηση, την εγκατάλειψη, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση. Αυτές και μόνο οι σκέψεις αρκούν για να μας προτρέψουν να κάνουμε το καθήκον μας και να σταθούμε δίπλα στο παιδί. Να το συνοδεύσουμε, να του δείξουμε στοργή και αγάπη. Να το στηρίξουμε να σταθεί όρθιο και να βρεθεί και πάλι στην οικογένειά». Αυτά, μεταξύ άλλων, έγραφα στην επιστολή που απηύθυνα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον Οκτώβριο του 2018, με την παράκληση να παρέμβει για την αντιμετώπιση του δράματος με τα ασυνόδευτα παιδιά, όπως το Σύνταγμα και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ορίζουν.
Ήταν μια ακόμη παρέμβαση για τα ασυνόδευτα ανήλικα, που ξεκίνησε η Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, που είχα την τιμή να προΐσταμαι από τον Μάρτιο του 2013, αλλά δυστυχώς χωρίς καμία ανταπόκριση.
Έστω και με καθυστέρηση τόσων χρόνων η απόφαση του Πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά την υπόθεση αυτή είναι αξιέπαινη.
Παραμένει, όμως, το ερώτημα. Δικαιολογείται, άραγε, τέτοια καθυστέρηση από αρμόδιες υπηρεσίες και κυβερνητικά όργανα;
Αναλυτικά το κείμενο της επιστολής:
«Περισσότερα από 2.000 ασυνόδευτα παιδιά- και συγκεκριμένα 2.291,όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία του ΕΚΚΑ (15.9.2018) – που βρίσκονται στη χώρα μας αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Χωρίς στέγη, διατροφή, κοινωνική φροντίδα, για την υγεία, την εκπαίδευση, την ψυχολογική υποστήριξη και ό,τι χρειάζεται ένα παιδί για να αναπτυχθεί και να ενταχθεί στην κοινωνία.
Απροστάτευτα και ανυπεράσπιστα μπορούν να γίνουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, κυκλωμάτων παράνομου εμπορίου, μαύρης εργασίας. Φαινόμενα που έχουν καταγραφεί από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει, αν επισκεφθεί τους χώρους στους οποίους περιφέρονται ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας.
Παρά τις ουσιαστικές παρεμβάσεις της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είχα την τιμή να προΐσταμαι για την αντιμετώπιση του προβλήματος η κατάσταση των φαινομένων αυτών βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη. Κι όλα αυτά διαδραματίζονται κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων, του Συντάγματος και των νόμων. Αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ, που κύρωσε η Ελλάδα με το ν. 2101/1992.
Αυτά τα παιδιά μας θέτουν ως άτομα και ως πολιτεία ενώπιον των ευθυνών μας. Από το ενδιαφέρον και τη φροντίδα μας αξιολογείται η ουσιαστική στάση απέναντι στον ρατσισμό, ο πολιτισμός, η αγάπη μας για το παιδί.
Πέρα όμως από όλα αυτά, αν διαθέτει κάποιος ελάχιστα αποθέματα ανθρωπισμού, φιλανθρωπίας, λογικής, ηθικής συνείδησης, στοιχειώδους αγάπης δεν έχει παρά να σκεφθεί πώς θα αισθανόταν εάν το δικό του παιδί, ο δικός του άνθρωπος βρισκόταν σε μία μακρινή χώρα και αντιμετώπιζε την αδιαφορία, την περιφρόνηση, την εγκατάλειψη, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση. Αυτές και μόνο οι σκέψεις αρκούν για να μας προτρέψουν να κάνουμε το καθήκον μας και να σταθούμε δίπλα στο παιδί. Να το συνοδεύσουμε, να του δείξουμε στοργή και αγάπη. Να το στηρίξουμε να σταθεί όρθιο και να βρεθεί και πάλι στην οικογένειά.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού που συνεχώς επιτείνεται και προσβάλλει κάθε έννοια ανθρωπισμού, συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκθέτει τη χώρα μας διεθνώς, επιτακτική προβάλλει η ανάγκη για παρέμβαση της Δικαιοσύνης».