Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποφασίσει αύριο, Πέμπτη, αν θα προχωρήσει και με ποιους όρους σε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (γνωστό και ως QE από τα αρχικά του όρου quantitative easing), με στόχο τη σταδιακή αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη προς το 2% και την ενίσχυση της εξασθενημένης οικονομίας της περιοχής.
Το μέτρο αυτό θεωρείται ως αναπόφευκτο, αφού η ΕΚΤ έχει εξαντλήσει τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων της, με το βασικό της επιτόκιο να είναι ουσιαστικά μηδενικό (0,05%).
Σήμερα, εξάλλου, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσει και επί του αιτήματος των ελληνικών τραπεζών να μπορούν να αντλήσουν, αν χρειασθεί, χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance ή ELA).
Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που εξετάζει η ΕΚΤ συνίσταται στη μαζική αγορά ομολόγων (κρατικών, τραπεζικών ή επιχειρηματικών) μέσω ισόποσης δημιουργίας χρήματος, με στόχο την αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών και τη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων και των επιτοκίων, ώστε να αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα. Πολιτική QE ακολούθησαν, για να αντιμετωπίσουν την κρίση, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιαπωνίας. Η τελευταία, μάλιστα, σταμάτησε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο ένα πρόγραμμα μαζικών αγορών ομολόγων (κρατικών και ιδιωτικών).
Η ΕΚΤ είναι η τελευταία από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες που θα αποφασίσει για μία πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, λόγω των αντιδράσεων που υπάρχουν στην πολιτική αυτή από τη γερμανική κεντρική τράπεζα (Μπούντεσμπανκ) και τις κεντρικές τράπεζες ορισμένων χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Οι αντιδράσεις της Μπούντεσμπανκ και της Γερμανίας γενικότερα υπάρχουν και σήμερα που ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έγινε αρνητικός (-0,2% τον Δεκέμβριο) και για τον λόγο αυτόν οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Ντράγκι έχει κάνει ορισμένες παραχωρήσεις όσον αφορά τον σχεδιασμό του προγράμματος και τις συζήτησε στη συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα με την καγκελάριο Μέρκελ.
Ο κ. Ντράγκι και ορισμένα άλλα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν φροντίσει τον τελευταίο μήνα να προετοιμάσουν το έδαφος στις αγορές για την απόφαση που θα ληφθεί αύριο. Για τον λόγο αυτόν, το 93% των οικονομολόγων, που απάντησαν σε έρευνα του πρακτορείου Bloomberg, θεωρούν ότι θα ανακοινωθεί αύριο από τη Φρανκφούρτη ένα πρόγραμμα αγορών ομολόγων που θα φθάνει τα 550 δισ. ευρώ. Ο ίδιος ο κ. Ντράγκι έχει κάνει σαφές ότι στόχος του είναι να αυξηθεί ο ισολογισμός της ΕΚΤ κατά 1 τρισ. ευρώ, με τη δημιουργία αντίστοιχης ρευστότητας. Και, επειδή, η μόνη μεγάλη αγορά ομολόγων είναι αυτή των κρατικών τίτλων, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ δεν μπορεί παρά να βασισθεί κυρίως στους τίτλους αυτούς. Οι αντιρρήσεις, όμως, της Γερμανίας μπορεί να περιορίσουν το πρόγραμμα κοντά στα 500 δισ. ευρώ.
Αν και η βασική ιδέα του προγράμματος που αναμένεται να ανακοινώσει αύριο η ΕΚΤ είναι γνωστή, δεν είναι γνωστό τι θα αποφασισθεί για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του προγράμματος.
Πρώτον, με ποιον τρόπο θα κατανεμηθεί το συνολικό ύψος του προγράμματος σε κάθε χώρα της Ευρωζώνης. Το πιθανότερο σενάριο είναι η κατανομή να γίνει με βάση τη συμμετοχή κάθε χώρας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η συμμετοχή της είναι περίπου 3%, αυτό θα σήμαινε κατ’ αρχήν τη δυνατότητα αγοράς ελληνικών ομολόγων έως το ποσό των περίπου 16 δισ. ευρώ, όπως δήλωσε χθες ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης. Για την περίπτωση της Ελλάδας, δεν είναι σαφές, αν θα περιλαμβάνεται στην ενδεχόμενη αυριανή απόφαση, καθώς δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel ανέφερε ότι τα ελληνικά ομόλογα θα εξαιρεθούν στη φάση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ έχει κάνει σαφές ότι θα δίνει ρευστότητα στην Ελλάδα, όσο η χώρα παραμένει σε πρόγραμμα. Σύμφωνα με πληροφορίες του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, εξετάζεται και ο περιορισμός ότι οι αγορές ομολόγων σε κάθε χώρα δεν θα μπορούν να υπερβαίνουν το 25% του χρέους της.
Δεύτερον, δεν είναι γνωστό αν οι αγορές θα γίνουν μόνο από την ΕΚΤ ή μόνο από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες ή θα προβλέπεται ένας συνδυασμός. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Γερμανία ζήτησε οι αγορές να γίνονται μόνο από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, οι οποίες θα φέρουν και τον κίνδυνο απώλειας κεφαλαίων σε περίπτωση μη αποπληρωμής των ομολόγων που έχουν αγοράσει.
Η Γερμανία θέλει με τον τρόπο αυτό να αποφύγει την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, καθώς σε περίπτωση αγοράς των ομολόγων από την ΕΚΤ, το κόστος σε περίπτωση μη αποπληρωμής ομολόγων διαχέεται αναλογικά σε όλες τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και συνεπώς και σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Ένα σενάριο που είχε εξετασθεί ήταν να αγοράζει η ΕΚΤ μόνο ομόλογα από χώρες που έχουν την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση (ΑΑΑ) και τα υπόλοιπα να τα αγοράζουν συνολικά ή μέρος τους οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η κατάργηση της αρχής της αμοιβαιότητας, με την οποία λειτουργεί η ΕΚΤ έχει επικριθεί από πολλές άλλες χώρες, αλλά φαίνεται ως ένας συμβιβασμός που έπρεπε να κάνει ο κ. Ντράγκι για να πάρει το «πράσινο φως» από τη Γερμανία.