Σε 24 σελίδες αποκαλύπονται για πρώτη φορά οι αναλυτικές θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης που παρουσιάστηκαν στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις του Eurogroup.
Στις σελίδες αυτές αποκαλύπτονται οι προθέσεις της κυβέρνησης για μια σειρά θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης:
-τι υποστηρίζει η ελληνική πλευρά όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις (με τον Γιάνη Βαρουφάκη για παράδειγμα να λέει ότι είναι ψευδή τα όσα γράφονται για την αναστολή της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού του Πειραιά)
– τι απαντά στις ανησυχίες των ευρωπαίων για τις προσλήψεις σχολικών φυλάκων, καθαριστριών και την επαναλειτουργία της ΕΡΤ
– ποια επιχείρηματα χρησιμοποιεί για να πείσει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν μπορεί να είναι της τάξης του 4,5% και γιατί αντιπροτείνει πλεόνασμα της τάξης του πολύ 1,5%
– ποια επιτεύγματα της προηγούμενης κυβέρνησης αναγνωρίζει όσον αφορά το έλλειμα και τα πλεονάσματα
– τι αναφέρθηκε σχετικά με το περιβόητο 70% των μέτρων του Μνημονίου
– πού συμφώνησαν και πού διαφώνησαν τα τεχνικά κλιμάκια το διήμερο 13-14 Φεβρουαρίου
– πώς θα καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες του επόμενου διαστήματος
Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου, πρώτη συνεδρίαση του Eurogroup για τον Γιάνη Βαρουφάκη Στη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου ο υπουργός Οικονομικών στην πρώτη του παρουσία ενώπιον των ευρωπαίων ομολόγων του ξεκινά με μια αναφορά στις δεσμεύσεις της κυβέρνησης Τσίπρα.
«Δεσμευόμαστε σε υγιή δημοσιονομικά» σημειώνει ο κ. Βαρουφάκης παραδεχόμενος τα επιτεύγματα που έγιναν από την προηγούμενη κυβέρνηση «με κοινωνικό κόστος» όπως η μείωση του ελλείμματος κατώ του 3% από 15% το 2010 και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος τονίζοντας ότι «η νέα κυβέρνηση θεωρεί ως σημείο αφετηρίας τις προσαρμογές αυτές».
Στη συνέχεια απαριθμεί τους τομείς των δομικών μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση και τους οποίους η κυβέρνηση Τσίπρα δηλώνει έτοιμη να στηρίξει: στη συλλογή φόρων, στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, στη μεταρρύθμιση του δημοσίου, στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. «Αυτά είναι συνεπή με την λαϊκή εντολή που πήραμε και όχι μόνο δεν θα τα σταματήσουμε αλλά θα τα επιταχύνουμε». Στη συνέχεια, δε, προσθέτει ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να συζητήσει νομικές προτάσεις για την ενίσχυση του νομικού πλαισίου για μια ανεξάρτητη φορολιγική αρχή.
Όσον αφορά το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων ο κ. Βαρουφάκης δηλώνει ότι η κυβέρνηση είναι τελείως χωρίς δογματισμούς αναφερόμενος ειδικά στο παράδειγμα της ανάκλησης της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ για την οποία λέει ότι τα σχετικά δημοσιεύματα πόρρω απέχουν από την αλήθεια. «Αντίθετα κάθε ξένη επένδυση θα ενθαρρύνεται αρκεί να εξασφαλίζει μακροχρόνια έσοδα και σεβασμό στις εργασιακές σχέσεις και τα περιβαλλοντικά θέματα». Στο ίδιο μήκος κύματος και το κείμενο που δόθηκε στις ξένες αντιπροσωπείες όπου αναφέρονται τα εξής: Οι ξένοι επενδυτές είναι καλοδεχούμενοι και η κυβέρνηση θα στηρίξει τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα. Όσον αφορά την ιδιωτικοποίηση και την ανάπτυξη κρατικής περιουσίας η κυβέρνηση είναι έτοιμη και πρόθυμη να αξιολογήσει κάθε σχέδιο ξεχωριστα. Οι αρχές έχουν ζητήσει από τον γραμματέα του ΟΟΣΑ τεχνική βοήθεια στην εφαρμογή και την παρακολούθηση αυτής της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Στο σημείο αυτό ο κ. Βαρουφάκης παρουσιάζει την ελληνική πρόταση για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας που θα αναβαθμίσει την αξία της κρατικής περιουσίας ώστε να αποτελέσει την εγγύηση για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα μέσω ευρωπαϊκών θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Το επόμενο θέμα που ξεκαθαρίζει ο κ. Βαρουφάκης αφορά την επαναπρόσληψη των καθαριστριών, των σχολικών φυλάκων και την επαναλειτουργία της ΕΡΤ λέγοντας ότι δεν έχουν αρνητική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα και δεν θα επηρεάσουν τα δημοσιονομικά μεγέθη αφού το κόστος θα προέλθει από περικοπές σε άλλα σημεία του προϋπολογισμού.
Για τις συντάξεις ο υπουργός Οικονομικών εξηγεί στα μέλη του Eurogroup ότι το μέτρο της αποκατάστασης των συντάξεων για όσους ζουν στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχιας είναι της τάξης των 2 ευρώ ανά ημέρα για κάθε δικαιούχο και συνολικού κόστους περίπου 9,5 εκατ. ευρώ. Όσο για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2012 εξηγεί ότι θα γίνει από τον Σεπτέμβριο σταδιακά υποστηρίζοντας ότι αυτό το μέτρο θα έχει θετική δημοσιονομική επίδραση και διαβεβαιώνοντας ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που δεν θα μειώσουν την ανταγωνιστικότητα του δημοσίου τομέα.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών χαρακτηρίζει ανέφικτη την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% για τα επόμενα χρόνια υποστηρίζοντας ότι δεν θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αναπτυχθεί. Αντίθετα προτείνει πλεόνασμα το πολύ της τάξης του 1,5% από τη στιγμή που θα σταθεροποιηθεί η οικονομική κατάσταση στη χώρα και για όσο χρειάζεται προκειμένου να πετύχει τους στόχους.
«Η ανάπτυξη που βασίζεται σε περαιτέρω συμπίεση του εργασιακού κόστους δεν μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα και την έχει απορρίψει ο λαός» τονίζει ο κ. Βαρουφάκης.
Για το θέμα του χρέους ο υπουργός Οικονομικών προσκάλεσε το ΔΝΤ για μια νέα αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους παραπέμποντας σε εύλογο χρόνο στην κατάθεση προτάσεων από την ελληνική πλευρά με ένα μενού εργαλείων για την αποτελεσματική μείωση του βάρους του χρέους όπως η ανταλλαγή ομολόγων (debt swaps).
Πρόγραμμα γέφυρα
Ο υπουργός Οικονομικών επισημαίνει την ανάγκη για ένα πρόγραμμα γέφυρα σημειώνοντας ότι «η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας για το επόμενο διάστημα είναι μια άμεση ανησυχία για όλους μας». Αναφέρεται στην πληρωμή της δόσης ύψους 5,2 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ και επαναλαμβάνει τη δέσμευση της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις πληρωμές αυτές «πιθανότατα απευθείας στο ΔΝΤ». Γι’ αυτό και ζητά την καταβολή των 1,9 δισ. ευρώ των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομολόγα και μάλιστα προτείνει την απευθείας μεταβίβασή τους στο ΔΝΤ. Υπενθυμίζει τις πληρωμές ύψους 6,7δισ. ευρώ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε ΔΝΤ και ΕΚΤ, λέει ότι προσθέτουν εξαιρετική πίεση στις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για το 2015 και καταλήγει αφήνοντας ένα παράθυρο όσον αφορά τις σχέσεις Ελλάδας-ΔΝΤ. «Είμαστε σίγουροι ότι μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία πριν το καλοκαίρι, κυρίως όσον αφορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ, που θα παράσχει λύσεις και χρηματοδοτικές πηγές για να καλύψει αυτές τις ανάγκες».
Ο Έλληνας υπουργός στη συνέχεια αναλύει τα τεχνικά και νομικά θέματα όσον αφορά την τρέχουσα δανειακή συμφωνία υπενθυμίζοντας την άποψη της κυβέρνησης ότι η προθεσμία της 28ης Φεβρουαρίου «είναι τεχνητή και αποτέλεσμα της στρατηγικής της απελθούσας κυβέρνησης για να μας φέρει μπροστά σε αυτή τη δυσκολία όταν θα αναλαμβάναμε την εξουσία». «Είναι ώρα με πνεύμα καλής πίστης να σταματήσουνε αυτές οι μανούβρες και να ξεκινήσει η σοβαρή δουλειά» συμπληρώνει ο κ. Βαρουφάκης καταθέτοντας την πρόταση για διάρκεια της συμφωνίας γέφυρας μέχρι το τέλος Αυγούστου.
Δεν παραλείπει με το ίδιο ύφος να καρφώσει τους ομολόγους λέγοντας ότι «ορισμένοι από εσάς δυσαρεστήθηκαν από τη νίκη ενός αριστερού κόμματος. Σε αυτούς έχω να πω το εξής: Θα είναι μια χαμένη ευκαιρία αν μας αντιμετωπίσετε ως εχθρούς».
Στο non paper που στη συνέχεια παρέδωσε η ελληνική κυβέρνηση στις ξένες αντιπροσωπείες στη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου σημειώνει ότι με το πρόγραμμα-γέφυρα θα επιτρέψει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ να ανανεώσει την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων στις πράξεις αναχρηματοδότησης του Eurosystem. Στο ίδιο σημείο γίνεται αναφορά και στα 8 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στην έναρξη μιας συζήτησης για την κινητοποίησή τους προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω οι τράπεζες.
Στην προτελευταία παράγραφο του εγγράφου της 11ης Φεβρουαρίου γίνεται και αναφορά στην περιβόητη εφαρμογή του 70% του Μνημονίου καθώς η κυβέρνηση δήλωνε ότι προτεραιότητά της κατά την περίοδο-γέφυρα θα είναι η εφαρμογή των ενεργειών που περιλαμβάνονται στην υπάρχουσα συμφωνία και είναι πλήρως συναφείς με τη λαϊκή εντολή που έλαβε και οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% των ενεργειών που έχουν ήδη συμφωνηθεί. «Οι νέες πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε η κυβέρνηση θα προγραμματιστούν και θα ενεργοποιηθούν μετά την ολοκλήρωση των επιτυχών διαπραγματεύσεων» έγραφε τότε η ελληνική αντιπροσωπεία.
Το επεισοδιακό Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου Πέντε ημέρες αργότερα ο Γιάνης Βαρουφάκης ξεκινά την μικρότερη σε έκταση εισήγησή του εξηγώντας γιατί η κυβέρνηση δεν αποδέχθηκε τον όρο «επέκταση του παρόντος προγράμματος και επιτυχής ολοκλήρωσή του». Όπως αναφέρει η άρνηση αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην δίνει υποσχέσεις που δεν μπορεί να κρατήσει. «Φοβάμαι ότι αν αποδεχθούμε τις αρχές του τρέχοντος προγράμματος και εργαστούμε στη βάση της λογικής του, ακόμα και αν αλλάξουμε ορισμένες πλευρές του, θα δώσουμε μια ώθηση στο σπιράλ χρέους-αποπληθωρισμού, θα χάσουμε τη λαϊκή υποστήριξη και η χώρα θα είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις».
Παράλληλα, όμως, ο υπουργός Οικονομικών προειδοποιεί ότι αν δεν υπάρξει η βραχυπρόθεσμη συμφωνία (διάρκειας 3-6 μηνών) για να βρεθεί το κοινό έδαφος στο οποίο αναφέρθηκαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ (σ.σ. στη συνάντηση που προηγήθηκε της πρώτης συνεδρίασης του Eurogroup στις 11 Φεβρουαρίου) «δεν συμφέρει κανέναν αν στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες, ως αποτέλεσμα της πολιτικής μας αποτυχίας, η Ελλάδα μαραζώσει κάτω από το βάρος της κατάρρευσης της δραστηριότητας, των εσόδων και των συνεχιζόμενων εκροών καταθέσεων».
Οι δεσμεύσεις της Ελλάδας Στη συνέχεια παρουσιάζει τις δεσμεύσεις και τις παροχές της Ελλάδας προκειμένου να υπάρξει χρηματοδότηση της Ελλάδας (για παράδειγμα μέσω των 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ, έναν ευέλικτο ELA και μια τεχνητή αύξηση του ύψους των εντόκων γραμματίων).
Έτσι:
– η ελληνική κυβέρνηση επαναλαμβάνει τη δέσμευσή της στους όρους της δανειακής σύμβασης απέναντι σε όλους τους πιστωτές
– η ελληνική κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει σε καμία πράξη που απειλεί να εκτροχιάσει το υπάρχον πλαίσιο του προϋπολογισμού ή που θα έχει επιπτώσεις στη δημοσιονομική σταθερότητα
– η ελληνική κυβέρνηση δεν θα πάρει κανένα μέτρο για κούρεμα της ονομαστικής αξίας των δανείων
Ζητά επίσης να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του ΤΧΣ για την επέκταση της πιστωτικής ικανότητας των τραπεζών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά και να προχωρήσει σε διαγραφή μέρους των ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους 70 δισ. ευρώ διαβεβαιώνοντας ότι αυτό το μέτρο δεν θα επιβραβεύει τους «επαγγελματίες» οφειλέτες.
Σε αντάλλαγμα ο Γιάνης Βαρουφάκης ζητά από τους εταίρους να δεσμευθούν ότι δεν θα υπάρξουν μέτρα που θεωρούνται υφεσιακά όπως η μείωση των συντάξεων ή η αύξηση του ΦΠΑ.
Η εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών είναι ότι τα τεχνικά θέματα θα μπορούσαν να λυθούν σε μια-δύο ημέρες αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση.
«Οι ελληνικές αρχές δεν θέλουν να “αγοράσουν” χρόνο. Αντίθετα προτείνουμε να επικεντρωθούμε σε επτά βασικές και άμεσα εφαρμοστέες μεταρρυθμίσεις με την βοήθεια των Θεσμών και του Οργανισμού Οικονομικής Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης:
– Θα κόψουμε τον Γόρδιο Δεσμό της γραφειοκρατίας – μέσω νόμου ο δημόσιος τομέας θα απαγορεύεται να ζητά από πολίτες ή επιχειρήσεις πληροφορίες, έγγραφα τα οποία το κράτος έχει ήδη στη διάθεσή του
– μεταρρύθιση των φορολογικών αρχών στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας και διαφάνειας
– Θα δημιουργήσουμε ένα αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα
– θα δημιουργήσουμε ένα μοντέρνο πτωχευτικό δίκαιο
– Θα υπάρξει μεταρρυθμίση στο δικαστικό σύστημα
– Θα δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης που θα ενισχύει τη διαφάνεια και θα φέρνει έσοδα στο κράτος
– Θα εξαρθρώσουμε διάφορα καρτέλ
Για να ανακεφαλαιώσω, είπε στους ευρωπαίους ομολόγους του ο κ. Βαρουφάκης, η κυβέρνηση μας είναι έτοιμη να ζητήσει επέκταση της δανειακής συμφωνίας έως το τέλος Αυγούστου (ή όποιου χρονικού διαστήματος κρίνει σωστό το Eurogroup), να συμφωνήσει σε έναν αριθμό λογικών προϋποθέσεων για τη διάρκεια αυτής της περιόδου και δεσμεύεται να υπάρξει ένας πλήρης έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο τέλος αυτής της ενδιάμεσης περιόδου – μιας περιόδου που θα επιτρέψει στην Ελλάδα και τους εταίρους της να σχεδιάσουν από κοινού ένα νέο συμβόλαιο για την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Πού διαφώνησαν και πού συμφώνησαν τα τεχνικά κλιμάκια Στην ίδια συνεδρίαση και συγκεκριμένα στο non paper της ελληνικής κυβέρνησης που εδωσε στη δημοσιότητα την Τετάρτη το υπουργείο Οικονομικών γίνεται αναφορά και στις διεργασίες ανάμεσα στα τεχνικά κλιμάκια το διήμερο 13-14 Φεβρουαρίου.
Ενώ στο κείμενο περιγράφεται μια αποδοχή εκ μέρους της κυβέρνησης για δομικές μεταρρυθμίσεις όπως η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος ή η μάχη κατά της διαφθοράς ή η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, καταγράφονται και τέσσερις βασικές διαφωνίες:
– Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας που έχει συντελεστεί δεν ταιριάζει στην κατάσταση της οικονομίας
– Οι ιδωτικοποιήσεις δεν θα σταματήσουν αλλά θα εκτιμήθουν κατά περίπτωση στη βάση της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος
– Ναι μεν η κυβέρνηση στηρίζει τους στόχους για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο δημόσιος τομέας αλλά βάζει τέλος στις συστηματικές απολύσεις
– Στη φορολογία η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει υπάρχουσες πολιτικές για να προστατεύσει τους πιο αδύναμους και θα αναθεωρήσει τον ΕΝΦΙΑ με έναν φόρο μεγάλης περιουσίας
Ποια η θέση της Ελλάδας για τα έσοδα και τις ιδιωτικοποιήσεις Και στις 16 Φεβρουαρίου η ελληνική πλευρά επιμένει ότι ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3% για φέτος και του 4,5% για το 2016 όχι μόνο θα θέσουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη αλλά δεν θα βάλουν το χρέος σε μια πορεία μείωσης. Η εκτίμηση, μάλιστα, είναι ότι ακόμα και με αυτούς τους ρυθμούς το χρέος θα μηδενιζόταν το 2050. «Αυτό δεν είναι ο ακριβής όρος της βιωσιμότητας του χρέους» σημειώνεται στο ελληνικό κείμενο.
Η πρόβλεψη της ελληνικής πλευράς για τα έσοδα του 2015 κάνει λόγο για 5,5 δισ. από 1) την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και του λαθεμπορίου 2) τον καλύτερο έλεγχο για τις τιμές προϊόντων εταιριών του εξωτερικού 3) την μεταρρύθμιση της διαδικασίας είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών 4) την εφαρμογή μιας προοδευτικής φορολόγησης των πλουσιότερων. Όσο για τη χρηματοδότηση του λεγόμενου ανθρωπιστικού πακέτου η κυβέρνηση επαναλαμβάνει ότι θα προέλθει από επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων των εξόδων και τη μείωση από άλλους κωδικούς του προϋπολογισμού.
Στο ειδικό, τέλος, παράρτημα για την απόδοση των αποκρατικοποιήσεων η κυβέρνηση τονίζει ότι όπως έχει αποδειχθεί από το 2011 είναι πρακτικώς αδύνατο να αποφέρουν σημαντικά έσοδα προκειμένου να αποπληρώσουν το ελληνικό χρέος. Έτσι εκτιμά ότι τα έσοδα από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα θα ανέλθει στα 2,2 δισ. ευρώ για το 2015 και προτείνει το όποιο κενό υπάρξει όσον αφορά την επίτευξη αυτού του προϋπολογιζόμενου στόχου να καλυφθεί από τα 1,9 δισ. ευρώ των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα.
Δείτε το περιεχόμενο του φακέλου που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών