Ο 43χρονος Κάντλι, που αγνοούνταν επί δύο χρόνια, αιχμαλωτίστηκε στη βόρεια Συρία τον Νοέμβριο του 2012 μαζί με τον συνάδελφό του Τζέιμς Φόλεϊ. Ο Φόλεϊ εκτελέστηκε από τους μαχητές του ΙΚ.
Δραματική έκκληση για την απελευθέρωση του γιου του απηύθυνε την Παρασκευή ο πατέρας του βρετανού ομήρου Τζον Κάντλι που κρατείται από μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, προσθέτοντας ότι η οικογένειά του προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους τζιχαντιστές.
Μιλώντας από το κρεβάτι του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται, ο 81χρονος Πολ Κάντλι ζήτησε από το ΙΚ, το οποίο έχει ήδη αποκεφαλίσει δύο αμερικανούς δημοσιογράφους και ένα βρετανό εργαζόμενο σε οργάνωση αρωγής, να αφήσουν τον γιο του να επιστρέψει στην πατρίδα του με ασφάλεια.
«Δεν φανταζόμουν να περάσω έτσι το 81ο έτος μου», δήλωσε σε μια βιντεοσκοπημένη ανακοίνωση. «Θέλω ο Τζον να γνωρίζει ότι είναι πολύ περήφανος για εκείνον. Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερη χαρά από το να δω την απελευθέρωση του αγαπημένου μου γιου και (να τον δω) να επιστρέφει σπίτι σε εμάς».
Ο Tζον Κάντλι το 2012
Ο 43χρονος Κάντλι, που αγνοούνταν επί δύο χρόνια, αιχμαλωτίστηκε στη βόρεια Συρία τον Νοέμβριο του 2012 μαζί με τον συνάδελφό του Τζέιμς Φόλεϊ. Ο Φόλεϊ εκτελέστηκε από τους μαχητές του ΙΚ.
Ο πατέρας του Κάντλι σημείωσε ότι η οικογένειά του έχει προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους απαγωγείς του, αλλά δεν έλαβε απάντηση και πρόσθεσε ότι ο γιος του ήταν ένας ανεξάρτητος φωτοειδησεογράφος που είχε πάει στη Συρία για να καταγράψει τα δεινά του λαού της.
Ο Τζον Κάντλι είχε εμφανιστεί σε ένα βίντεο που είχε δώσει στη δημοσιότητα στις 18 Σεπτεμβρίου το ΙΚ στο οποίο έλεγε ότι σύντομα θα αποκαλύψει «στοιχεία» για την οργάνωση με στόχο να αντικρούσει την εικόνα που έχει δημιουργηθεί για αυτή στη Δύση.
Ο πατέρας του είπε: «Για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια είδαμε τον Τζον σε αυτό το βίντεο στο οποίο είπε στο κοινό ότι εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτος του Ισλαμικού Κράτος και ότι ίσως να ζήσει, ίσως να πεθάνει».
Μετά την «μεγάλη ανακούφιση» που ένιωσε η οικογένεια του Κάντλι, το συναίσθημα αυτό μετατράπηκε σε «απελπισία» και «αδυναμία», υπογράμμισε ο Τζον Κάντλι.