Άποψη-παρέμβαση κυκλοφόρησε το ινστιτούτο ερευνών Bruegel στις Βρυξέλλες, τονίζοντας πως οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια μη συμφωνία του σημερινού Eurogroup είναι τόσο μεγάλοι, που οφείλουν να μετακινήσουν όλες τις πλευρές σε μία συμφωνία.
Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης που ζητά «δημοσιονομική ανάσα» για τη δημιουργία νέου προγράμματος και οι Eυρωπαίοι εταίροι που έχουν αναγάγει τις διαπραγματεύσεις σε μια μάχη ενάντια στην άνοδο λαϊκών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη, για το ινστιτούτο Bruegel αποτελούν μια δύσβατη συζήτηση που εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη.
Η αποτυχία επίτευξης του πρωτογενούς στόχου του μνημονίου, δηλαδή της επανένταξης της ελληνικής οικονομίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει αποτύχει και η ραγδαία συρρίκνωση της οικονομίας και οι εκλογές του Ιανουαρίου έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε τρία σενάρια για την επίλυση της κατάστασης.
Για τη δεξαμενή σκέψης Bruegel, δεδομένου πως 80% του ελληνικού χρέους έχει μεταφερθεί στα χέρια των εταίρων και ένας βιώσιμος δανεισμός από τις αγορές είναι αδύνατος, οι τρείς διαφορετικές λύσεις για την ελληνική οικονομία είναι οι εξής:
1. Αύξηση των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα από το υπάρχον 4.5% του ΑΕΠ για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας
2. Πτώχευση ή κούρεμα του βραχυπρόθεσμου χρέους
3. Επέκταση του δανεισμού από πηγές εκτός των αγορών.
Όπως αναφέρει το ινστιτούτο οι πρώτες δύο λύσεις είναι αδύνατες, καθώς αρχικά η πρόταση για αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση και η συζήτηση για κούρεμα χρέους είναι εκτός συζήτησης. Συνεπώς μια επέκταση του δανεισμού από τους εταίρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) είναι αναγκαία και μονόδρομος για την αποφυγή μιας χρεοκοπίας.
Εκτίμηση του ινστιτούτου είναι πως ένα χρέος με χαμηλό επιτόκιο και μακρά περίοδο αποπληρωμής μπορεί να καταστεί βιώσιμο (όπως μας δείχνει η περίπτωση της Ιαπωνίας) και δεδομένου πως το χρέος είναι πλέον σε ευρωπαϊκά χέρια είναι δυνατόν να συζητηθεί η επέκταση αποπληρωμής του για να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του. Άρα η επέκταση των δανείων του ESM είναι μια λογική λύση, το ζήτημα είναι οι λεπτομέρειες και η πολιτική που μπορούν να «κλείσουν» το παράθυρο στην διαπραγμάτευση.
Μια συμφωνία στις διαπραγματεύσεις, έστω και αν περνούσε από τους υπουργούς οικονομικών και περιλάμβανε συγκεκριμένους όρους ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να εμποδιστεί από την ομοφωνία από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, η οποία μπορεί να αποδειχθεί μέγγενη στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων καθώς κάποια εθνικά κοινοβούλια μπορεί να έχουν ισχυρές αντιρρήσεις.
Με μια μακροχρόνια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης να μην διαφαίνεται στον ορίζοντα, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί είτε να πτωχεύσει, είτε να έρθει αντιμέτωπη με μεγάλες πολιτικές αναταράξεις σε περίπτωση πλήρους αποδοχής των απέναντι θέσεων, που θα οδηγήσουν σε εκλογές και πολιτική παράλυση της χώρας με καταστροφικά αποτελέσματα, που και πάλι εύκολα οδηγούν σε μια πτώχευση.
Το ινστιτούτο Bruegel καταλήγει πως ο φόβος των καταστροφικών συνεπειών για όλους θα οδηγήσει σε μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης, αλλά θα καλύπτει μόνο τα προβλήματα της μικροπεριόδου και δεν θα έχει τα στοιχεία μιας μακράς και βιώσιμης λύσης, μεταφέροντας τα προβλήματα στο μέλλον. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε μια παράταση της αβεβαιότητας για την Ελλάδα με σοβαρά πλήγματα στις επενδύσεις και επιστροφή των προβλημάτων σε μερικά χρόνια. Το πιο σημαντικό, εικάζει το Bruegel, που χρειάζεται για την αποφυγή αυτών των εξελίξεων είναι να δείξουν όλες οι πλευρές ηγετικές ικανότητες και σοφία για να βρεθεί μια μακροχρόνια λύση.