«Το σενάριο εκλογής Προέδρου τον Δεκέμβριο θα σημάνει την αντιστροφή του κλίματος της τελευταίας εβδομάδας στις αγορές και την οικονομία με την αποκατάσταση της σταθερότητας. Η αστάθεια όπως είπα υπήρξε η βασική αιτία για την επιδείνωση του κλίματος στο Χρηματιστήριο και για την αύξηση των περιθωρίων επιτοκίων (σπρεντ). Επομένως εύλογα περιμένει κανείς, εφόσον εξομαλυνθεί το κλίμα, τις αντίθετες εξελίξεις, με μείωση των περιθωρίων επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων με συνακόλουθη μείωση των επιτοκίων δανεισμού των ιδιωτών και των επιχειρήσεων και αναβάθμιση της χώρας από τους αξιολογικούς οίκους» αναφέρει σε συνέντευξη του ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, στην εφημερίδα “Ναυτεμπορική”.
«Σε μια δεύτερη φάση, σε σταθερό περιβάλλον θα δούμε αύξηση του ενδιαφέροντος επενδύσεων στην Ελλάδα, τόνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αύξηση των προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα με συνεπαγόμενη σταδιακή μείωση της ανεργίας, και γενικότερα, έναν ενάρετο κύκλο που διαρκώς θα επιβεβαιώνεται και θα επαυξάνεται στη διάρκεια του νέου έτους. Οι σημερινές προβλέψεις για ανάπτυξη έως 3% το 2015 ενδέχεται να αποδειχτούν συντηρητικές σε σχέση με αυτό που θα επέλθει μετά την απελευθέρωση από την πολιτική αβεβαιότητα στο βαθμό που θα συνεχίζονται οι μεταρρυθμίσεις. Έτσι, η σχέση με τους δανειστές θα αλλάξει σελίδα και η οικονομία μπορεί να ξεκινήσει μια νέα πορεία σε πιο στέρεα βάση. Το σενάριο μη-εκλογής Πρόεδρου τον Δεκέμβριο θα παρατείνει την αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική του 2015 και για τη σχέση μας με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Για ένα χρονικό διάστημα έως δύο μηνών ίσως δημιουργηθούν περαιτέρω εντάσεις και ανησυχίες. Στο τέλος, βέβαια, το πολιτικό σύστημα κάπου θα καταλήξει. Θα καταλήξει σε μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική. Αυτή η οικονομική πολιτική είναι δύσκολο να περιγραφεί σήμερα με ακρίβεια, αφού θα είναι συνάρτηση των πολιτικών δυνάμεων που θα επικρατήσουν καθώς και των περιορισμών που επιβάλλει η ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας. Είναι πολλαπλά τα υπο-σενάρια. Συνολικά, όμως, το σενάριο μη εκλογής Προέδρου τον Δεκέμβριο, ακόμα και αν επιφέρει μόνο καθυστέρηση στις οικονομικές αποφάσεις των ιδιωτών, θα συνοδευτεί από μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης του 2015 σε σχέση με το προηγούμενο σενάριο εκλογής Προέδρου» προσθέτει ο Γκίκας Χαρδούβελης.
Ερωτηθείς για την περίπτωση που οδηγηθούμε σε εκλογές τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο και το ενδεχόμενο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να υπάρχουν κλυδωνισμοί στην οικονομία ο κ.Χαρδούβελης αναφέρει: «Οι κλυδωνισμοί θα είναι συνάρτηση της οξύτητας των τοποθετήσεων των αντιμαχομένων πολιτικών δυνάμεων, καθώς και του τρόπου πρόσληψης αυτών των τοποθετήσεων στο εξωτερικό περιβάλλον. Η αντιπαραβολή απόψεων είναι μέρος της δημοκρατίας. Η υπέρμετρη αντιπαλότητα, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπές, σε έωλες θέσεις και απόψεις που δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα και τη δυνατότητα της οικονομίας μας να αντλεί πόρους Εμείς ως υπουργείο λειτουργούμε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και πέραν σκοπιμοτήτων. Προετοιμαζόμαστε και θα αντέξουμε τους κλυδωνισμούς, αλλά συγχρόνως, είναι αναγκαίο όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος να μην τρέφεται από αυταπάτες και να κατανοήσει τους περιορισμούς που πηγάζουν από τις δυσκολίες χρηματοδότησης της οικονομίας».
Στην ερώτηση για το ποιο είναι αυτό το πρόβλημα χρηματοδότησης της οικονομίας επισήμανε ότι «θυμίζω ότι δεν έκλεισε η διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Αν επιλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο, η διαπραγμάτευση αναμένεται να κλείσει τέλη Ιανουαρίου και να ξεκινήσουν να εισρέουν στα κρατικά ταμεία πόροι έως 7 δισ. ευρώ από τον Φεβρουάριο. Εάν, όμως, δεν υπάρχει κυβέρνηση για να κλείσει τη διαπραγμάτευση, θα υπάρχει σημαντικό χρηματοδοτικό έλλειμμα. Πολλώ δε μάλλον αν προκύψει κυβέρνηση η οποία επιλέξει τη ρήξη με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Το έλλειμμα αυτό είναι διαχειρίσιμο έως τον Φεβρουάριο, αλλά όχι τόσο εύκολα στη συνέχεια διότι από τον Μάρτιο οι ανάγκες διογκώνονται. Και οι πόροι, γενικότερα, έρχονται είτε από τους εταίρους – ας μην τρέφουμε αυταπάτες ότι θα βρεθούν άλλες χώρες να μας δανείσουν – είτε από τις αγορές. Τελεία και παύλα. Και για να πειστούν οι εταίροι και οι αγορές να μας δανείσουν θα πρέπει να ακολουθούμε μια συνετή οικονομική διαχείριση. Εκτός αν αποφασίσει κάποιος ότι δεν χρειάζεται τους πόρους, περικόπτοντας απότομα τις δαπάνες, δηλαδή μισθούς και συντάξεις ή επιβάλλοντας έκτακτους υπέρμετρους φόρους. Μια κοινωνία, όμως, στα όριά της θα είναι δύσκολο να αποδεχτεί κάτι τέτοιο. Κατά συνέπεια η εξεύρεση πόρων μέσω των εταίρων ή των αγορών με μια αναγκαστικά συνετή οικονομική πολιτική μού φαίνεται ως η μόνη διέξοδος».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση με αφορμή και διάφορα δημοσιεύματα από το εξωτερικό, εάν πιστεύει ότι υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος του Grexit ο κ.Χαρδούβελης αναφέρει: «Η ανησυχία μου πηγάζει από το ρόλο μου ως εγγυητή της ομαλής χρηματοδότησης του κράτους και της σταθερότητας της οικονομίας. Πρέπει να εξετάζω κάθε αρνητικό σενάριο, όσο απίθανο και αν φαίνεται. Και σε μια εκλογική διαμάχη, πολλά ατυχήματα θα μπορούσαν να συμβούν και καλό είναι να προνοήσουμε ώστε να αποφευχθούν. Το Grexit δεν υπάρχει πλέον στις κεραίες των Ευρωπαίων εταίρων μας με τη συχνότητα και την ένταση που υπήρχε το 2011 και 2012. Τουλάχιστον στους υπουργούς οικονομικών του Eurogroup, που εγώ γνωρίζω και που τελικά θα πάρουν την απόφαση. Ούτε υπάρχει στις κεραίες της πλειονότητας του δικού μας πολιτικού συστήματος. Συζητείται, όμως, ακόμα από πολλούς, κυρίως στην Ελλάδα. Επίσης, εξακολουθεί να τιμολογείται στα ελληνικά περιθώρια επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων. Οι αγορές κάηκαν μια φορά επενδύοντας σε ελληνικά ομόλογα και θα χρειαστεί χρόνος να τις πείσουμε για την νέα αξιοπιστία μας. Και σίγουρα, οι συζητήσεις για ενδεχόμενες μονομερείς ενέργειες από τη δική μας πλευρά δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένας λόγος που δεν βλέπω το Grexit ως πιθανό σενάριο – παρά το γεγονός ότι υπάρχει στην τιμολόγηση των αγορών – είναι ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό όπλο από αυτούς που έχουν σηκώσει τη σημαία εναντίον των εταίρων και δανειστών μας, εάν και εφόσον βρεθούν σε θέση να διαπραγματεύονται. Κι αυτό διότι σε σχέση με το 2012, οι υπόλοιπες χώρες έχουν πλέον οχυρωθεί απέναντι στο ενδεχόμενο της δικής μας αποχώρησης από το ευρώ. Αυτό φάνηκε και από την έλλειψη ισχυρής αντίδρασης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών περιθωρίων επιτοκίου (σπρεντ) την προηγούμενη βδομάδα. Αν λοιπόν, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό όπλο, η λογική λέει ότι δεν θα ακολουθηθούν και τυχοδιωκτικές πολιτικές που ρισκάρουν το Grexit από πλευράς μας, διότι οι μόνοι που μπορεί να πληγούν είμαστε αποκλειστικά εμείς. Βέβαια το Grexit θα μπορούσε να υποκινηθεί από την Ευρώπη στην περίπτωση που στην Ελλάδα επικρατήσουν ακραίες αντι-ευρωπαϊκές φωνές».
Ο κ.Χαρδούβελης αναφέρει επίσης ότι «εφόσον εκλεγεί Πρόεδρος τον Δεκέμβριο, η τρόικα θα επιστρέψει γύρω στις 10 Ιανουαρίου και ελπίζουμε να έχουμε φτάσει σε συμφωνία πριν το Eurogroup στις 26 Ιανουαρίου» και προσθέτει ότι «η σχέση με τους Ευρωπαίους θα καθοριστεί μέσω του προληπτικού προγράμματος στήριξης (ECCL). Οι ακριβείς λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμα καθοριστεί. Θα είναι, όμως, μια πιο χαλαρή σχέση συγκρινόμενη με το παρελθόν και το σήμερα, και σύμφωνη με τις ευρωπαϊκές διαδικασίες που ισχύουν και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Για παράδειγμα, δεν θα υπάρχει πρόγραμμα ούτε 800 δράσεις, όπως σήμερα. Θα υπάρχουν, βεβαίως, κάποιες υποχρεώσεις-ορόσημα, οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούν να υλοποιηθούν με δράσεις που εμείς επιλέγουμε μέσω του δικού μας προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι το βασικό μας αναπτυξιακό εργαλείο και έχουμε συγκροτημένο σχέδιο πως θα προχωρήσουμε».
Για το δημόσιο χρέος αναφέρει ότι «είναι παραπλανητικό να μετρούμε το χρέος αποκλειστικά ως απλό ποσοστό του ΑΕΠ και να μην λαμβάνουμε υπόψη ούτε τον χρόνο αποπληρωμής του κεφαλαίου ούτε το ετήσιο επιτοκιακό κόστος του. Και τα δύο είναι πολύ ευνοϊκά για τη χώρα μας. Ο χρόνος αποπληρωμής είναι πολύ μεγάλος και τα επιτόκια πολύ χαμηλά. Το χαμηλό ύψος των επιτοκίων σε συνδυασμό ότι δεν υπάρχουν λήξεις πριν το 2022, σημαίνουν ότι η ετήσια χρηματοοικονομική επιβάρυνση είναι πολύ μικρότερη από αυτή που είχαμε προ κρίσεως. Το χρέος, με άλλα λόγια, δεν αποτελεί εστία άμεσης πίεσης στην οικονομική πολιτική. Μπορούμε να διαπραγματευτούμε τους όρους του με μεγαλύτερη άνεση».