Την ανάγκη να σταματήσει η Κυβέρνηση να ρισκάρει με τις ζωές των επόμενων γενεών και να εργαστεί εποικοδομητικά για την αποτροπή ενός Grexit επισημαίνει σε άρθρο του στους New York Times ο Γκίκας Χαρδούβελης.
Στo εκτενές άρθρο του, ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναλύει τα λάθη που οδήγησαν την κατάσταση της χώρας σε αυτό το οριακό σημείο και αναφέρει τι πρέπει να γίνει τώρα για να «διορθωθεί η ζημιά».
Ποιες αποφάσεις του ΔΝΤ επηρέασαν τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές; Τι απέτυχε να καταλάβει η κυβέρνηση σχετικά με τη στάση των δανειστών; Ποια θα είναι η επίδραση του συντριπτικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος στις διαπραγματεύσεις; Ο κ. Χαρδούβελης απαντά σε όλα αυτά τα ερωτήματα, μέσω της ανάλυσης του στους NYT.
Διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το άρθρο, όπως δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας.
«Σήμερα η Ελλάδα αντιμετωπίζει την καταστροφή. Οι τράπεζες παραμένουν κλειστές για περισσότερο από μία εβδομάδα και η κατάσταση της οικονομίας χειροτερεύει με επιταχυνόμενο ρυθμό. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις τα φέρνουν δύσκολα βόλτα στην καθημερινή τους ζωή. Η τουριστική βιομηχανία μαστίζεται από ακυρώσεις. Οι εταιρείες αναβάλλουν την πληρωμή των εργαζομένων τους. Ωστόσο, η παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που χρειάζεται απεγνωσμένα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα για να επανέλθει στη ζωή και η οποία μπορεί να βάλει ξανά μπρος την οικονομία απουσιάζει. Θα έρθει μόνο όταν επιτευχθεί μία τελική συμφωνία ανάμεσα στους Έλληνες και τους δανειστές τους, σχετικά με τις λεπτομέρειες του νέου προγράμματος βοήθειας.
Το «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής, που επικράτησε με ποσοστό 61 προς 39 τοις εκατό, έχει αυξήσει την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, διότι έχει μεταθέσει στους ώμους της ελληνικής κυβέρνησης το βάρος της παράδοσης ενός καλύτερου αποτελέσματος στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δείχνει να πιστεύει ότι η συντριπτική νίκη του «Όχι» στο δημοψήφισμα θα δώσει στην κυβέρνηση πρόσθετη διαπραγματευτική ισχύ και απορρίπτει τη πιθανότητα ενός Grexit. Με βάση την εμπειρία των τελευταίων έξι μηνών, δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς αυτό το αποτέλεσμα ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη της χώρας. Αντίθετα, περιορίζει τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση τους τελευταίους πέντε μήνες, πρέπει τώρα να το πετύχει μέσα σε λίγες μόνο μέρες – και σε ένα περιβάλλον καχυποψίας και πικρίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι πιο σκληροπυρηνικοί μεταξύ των δανειστών έχουν ενθαρρυνθεί από το γεγονός ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν οδήγησε σε μετάδοση στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Τον Νοέμβριο του 2014, μετά από έξι χρόνια κρίσης που συρρίκνωσαν κατά 26% το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας, η οικονομία είχε αρχίσει επιτέλους να δείξει σημάδια ανάπτυξης, οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν αυξηθεί και η ανεργία βρισκόταν σε ύφεση.
Τότε, η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει μια πιστωτική γραμμή από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη για το 2015. Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup της 8ης Δεκεμβρίου του 2014, ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις οικονομικές υποθέσεις, Πιέρ Μοσκοβισί, δήλωσε ότι η Ελλάδα είχε κάνει περισσότερα από ό, τι χρειαζόταν για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για την ολοκλήρωση του αποκαλούμενου πέμπτου ελέγχου του δεύτερου προγράμματος προσαρμογής. Αυτός ο έλεγχος θα ξεκλείδωνε χρηματοδότηση ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ ή 4 τοις εκατό του ΑΕΠ της Ελλάδας, και περίπου το ένα τρίτο του συγκεκριμένου ποσού δεν ήταν δάνειο.
Ωστόσο, στα τέλη του καλοκαιριού του 2014, η προηγούμενη κυβέρνηση, στην οποία υπηρέτησα, άρχισε μία προσπάθεια ώστε το πρόγραμμα ενός από τους δανειστές, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου συγκεκριμένα, να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2014, περισσότερο από ένα χρόνο νωρίτερα από την προγραμματισμένη λήξη του.
Δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα δανειοδότησης επίσης πλησίαζαν στο τέλος τους, αυτό θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι είχε ξεμπερδέψει με τη λιτότητα και τους αυστηρούς κανόνες των δανειστών. Ωστόσο, η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του ΔΝΤ, το οποίο έγινε πιο σκληρό στα αιτήματά του κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2014.
Οι προεδρικές εκλογές επρόκειτο να λάβουν χώρα στις αρχές του 2015. Εκείνη την εποχή, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα αριστερό κόμμα, θα κέρδιζε σε ενδεχόμενες βουλευτικές εκλογές. Πιστεύω ότι η προοπτική αυτή οδήγησε το ΔΝΤ στην απόφαση να περιορίσει τη ρευστότητα στα ταμεία της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να διασφαλίσει ότι η πλευρά των δανειστών θα είχε τη δύναμη να εξαναγκάσει μια δυνητικά νέα και μη δοκιμασμένη κυβέρνηση να συμπεριφερθεί λογικά.
Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup τον Δεκέμβρη του 2014, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν συμφώνησαν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι η Ελλάδα είχε κάνει αρκετά για να λάβει την επόμενη δόση της χρηματοδότησης και το πρόγραμμα διακόπηκε. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ήταν μια γκάφα.
Αντί να προβούν σε αυτήν την κίνηση, οι δανειστές θα μπορούσαν να εκταμιεύουν τα χρήματα σταδιακά, ανάλογα με την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων μετά τις εκλογές. Έτσι, όλα τα σημεία αναφοράς του ΔΝΤ θα είχαν επιτευχθεί.
Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της απόφασης είναι ορατές μέχρι και σήμερα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη έβλαψε την εικόνα της προηγούμενης κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, επειδή δεν ήμασταν σε θέση να ισχυριστούμε ότι πετύχαμε την έγκαιρη ολοκλήρωση του προγράμματος και τη βελτίωση των σχέσεων με την Ευρώπη. Επίσης, η έλλειψη μετρητών στην ελληνική οικονομία εξαφάνισε όλα τα πρώτα σημάδια της ανάπτυξης που είχαν εμφανιστεί νωρίτερα το ίδιο έτος.
Η νέα κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ένιωθε μνησικακία απέναντι στους δανειστές. Πρώτον, αντί να ανησυχεί για την οικονομία, η κυβέρνηση επικεντρώθηκε στο ζήτημα του χρέους παραβλέποντας το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν αποτελεί ζήτημα επείγουσας σημασίας. (Έχει μέση προθεσμία λήξης τα 16,5 χρόνια και φέρει χαμηλά επιτόκια, έτσι είναι εύκολα εξυπηρετούμενο) Αν και υπάρχει περιθώριο για την εξασφάλιση μιας καλύτερης συμφωνίας με τρόπο που να είναι αποδεκτός από τα κοινοβούλια των δανειστών, το ζήτημα του χρέους μπορεί να περιμένει.
Δεύτερον, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα συμπεριφερόταν σαν να μην είχε σημασία η ρευστότητα της οικονομίας. Ο νεοδιορισθείς υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης (ο οποίος παραιτήθηκε τη Δευτέρα), έφτασε στο σημείο να πει «δεν χρειαζόμαστε την ταμειακή εισροή των 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ». Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επίσης ανέβαλλε πληρωμές, συγκεντρώνοντας ληξιπρόθεσμες οφειλές και εξαντλώντας τη ρευστότητα από τον ιδιωτικό τομέα.
Τρίτον, η κυβέρνηση του κ Τσίπρα αγνόησε την ανάγκη για αξιοπιστία και εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας και τον άφησε να βυθιστεί στο άγχος. Επίσης, πολλοί υπουργοί προσπάθησαν να αποσύρουν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν ψηφιστεί με μεγάλη δυσκολία κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Ως αποτέλεσμα, η αβεβαιότητα κυριάρχησε, επιχειρηματικές συμβάσεις αναβλήθηκαν και άνθρωποι άρχισαν να τραβούν τις οικονομίες τους από τις τράπεζες.
Τέλος, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα παρερμήνευσε την ευρωπαϊκή σκοπιά. Με βάση την εμπειρία μου στις διαπραγματεύσεις μαζί τους, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τείνουν να εργάζονται με την οικοδόμηση συναίνεσης και με μικρά βήματα. Αντιπαθούν τις ακραίες λύσεις. Η επιείκια απέναντι στην Ελλάδα θεωρήθηκε ως ακραία λύση, επειδή θα δημιουργούσε τον ηθικό κίνδυνο να υπάρξουν στο μέλλον αντιγραφείς της χώρας, που θα παράκουαν τους καθιερωμένους κανόνες. Η τήρηση μίας εξαιρετικά αυστηρής στάσης που θα οδηγούσε τη χώρα εκτός της νομισματικής ένωσης θεωρήθηκε επίσης ακραία λύση, καθώς θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα προηγούμενο, ικανό να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε το θέμα του ηθικού κινδύνου και εκμεταλλεύτηκε υπέρ του δέοντος τους ευρωπαϊκούς φόβους για τη διάλυση της ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, αποξένωσε όλους σχεδόν τους πιθανούς φίλους της και απομονώθηκε. Αντί να προσπαθήσει να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία από τους δανειστές, προσπάθησε να επιβάλλει τη δική της άποψη ότι η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αυτή.
Οι επόμενες μέρες θα είναι κρίσιμες.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια συμφωνία που ο κ. Τσίπρας μπορεί να «πουλήσει» ως επιτυχία και που οι Ευρωπαίοι δανειστές μπορούν να δεχθούν. Μεταξύ άλλων μέτρων, οι πιστωτές μπορεί να προσφέρουν παράταση των προθεσμιών εξόφλησης των δανείων και μετατροπή του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου σε χρέος σταθερού επιτοκίου. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να συμφωνήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αποδυνάμωση των ολιγοπωλίων και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Αυτή θα ήταν μια win-win λύση για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ο κ. Τσίπρας ζήτησε ενιαίο μέτωπο και φαίνεται πως έχει βάλει στο παρασκήνιο υπουργούς, όπως ο κ. Βαρουφάκης, οι οποίοι έχουν ακραίες θέσεις. Αυτή είναι μια καλή αρχή που δίνει ελπίδα ότι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία πριν να είναι πολύ αργά.
Διαφορετικά, το μέλλον της Ελλάδα θα είναι ζοφερό και θα χρειαστούν δεκαετίες ολόκληρες μέχρι να διορθωθεί η ζημία. Η έξοδος από το ευρώ και το τύπωμα ενός νέου νομίσματος θα έστελναν στα ύψη τον πληθωρισμό, καταστρέφοντας τους θεσμούς και αυξάνοντας τη φτώχεια. Η ελληνική κυβέρνηση ρίσκαρε με τις ζωές των επόμενων γενεών. Τώρα πρέπει να σταματήσει και να εργαστεί εποικοδομητικά.»