Στόχος των δανείων είναι να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας στις οικονομίες των χωρών που πλήττονται από τον ιό.
Η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (ΑφΤΑ) ενημέρωσε τις χώρες της δυτικής Αφρικής οι οποίες έχουν πληγεί περισσότερο από την επιδημία του ιού Έμπολα ότι προτίθεται να τους χορηγήσει πιστώσεις ύψους 150 εκατ. δολαρίων (περίπου 116 εκατ. ευρώ) για να συνδράμει στις προσπάθειές τους να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά τους σε ισορροπία, έθεσε ωστόσο ως όρο να δείξουν πως κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να ενισχύσουν τα εθνικά τους συστήματα υγείας.
Η οικονομική ανάπτυξη στη Λιβερία και στη Σιέρα Λεόνε ενδέχεται να μειωθεί έως και 3,5 εκατοστιαίες μονάδες και στη Γουινέα 1%, δημιουργώντας χρηματοδοτικά κενά που ανέρχονται συνολικά σε 100-130 εκατ. δολάρια σε καθεμία από τις τρεις χώρες, εκτίμησε προχθές Πέμπτη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι προσπάθειες να εμποδιστεί η εξάπλωση του Έμπολα προσκόπτουν το εμπόριο στην περιοχή, τις μεταφορές αλλά και τις εγχώριες εμπορικές συναλλαγές στα τρία κράτη.
«Η επείγουσα ανάγκη είναι να σταθεροποιηθούν τα δημοσιονομικά», δήλωσε ο επικεφαλής της ΑφΤΑ Ντόναλντ Καμπερούκα στην εφημερίδα Le Monde. «Η τράπεζα είναι έτοιμη να εκταμιεύσει 150 εκατ. δολάρια για να βοηθήσει τη Λιβερία, τη Σιέρα Λεόνε να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα σε ό,τι αφορά τους προϋπολογισμούς και τα εθνικά νομίσματά τους», ανέφερε ο ίδιος.
«Όμως αυτό θα εξαρτηθεί από τις επιπλέον προσπάθειες που θα καταβάλουν για να βελτιώσουν τα συστήματα υγείας τους και την ασφάλεια των τροφίμων», πρόσθεσε ο ίδιος.
Η ΑφΤΑ είχε ανακοινώσει τον Αύγουστο ότι θα χορηγήσει δωρεές ύψους 60 εκατ. δολαρίων για να εκπαιδευθούν εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα και να αγοραστούν εφόδια για να καταπολεμηθεί το ξέσπασμα του Έμπολα.
Ο απολογισμός των θυμάτων της επιδημίας, της χειρότερης στην ιστορία, έχει αυξηθεί στους 2.400 νεκρούς επί συνόλου 4.784 κρουσμάτων με τον αριθμό των νέων κρουσμάτων στη δυτική Αφρική, ανακοίνωσε χθες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Ο κ. Καμπερούκα, ο οποίος προέβλεψε μια μείωση 2 ως 2,5% του ρυθμού ανάπτυξης στις τρεις χώρες, ανέφερε ότι η Τράπεζα θα εξετάσει σύντομα το πώς θα κατανείμει το ποσό αυτό.