Η συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάνη Βαρουφάκη στο ετήσιο διεθνές Οικονομικό Φόρουμ Ambrosetti, στις 13-14 Μαρτίου, είχε ως αποτέλεσμα την παρουσίαση των θέσεων και της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης σε ένα «κοινό» το οποίο παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση τόσο του επιχειρηματικού, όσο και του πολιτικού κλίματος στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Ο υπουργός παρουσίασε καινοτόμες προτάσεις για την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, και πώς μπορεί αυτή να αναδιαμορφωθεί άμεσα εντός των συνθηκών και κανόνων που ήδη ισχύουν, σε 200 κορυφαίους εκπρόσωπους του πολιτικού, επιχειρηματικού, τραπεζικού και δημοσιογραφικού κόσμου.
Μετά από εισαγωγική ανάλυση της προβληματικής δόμησης της Ευρωζώνης, καθώς και των αντιδράσεων της Ευρώπης στην κρίση που ακολούθησε, ο υπουργός παρουσίασε τις προτάσεις του για τον τρόπο που μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση χρησιμοποιώντας τους υπάρχοντες θεσμούς και εντός των πλαισίων των υφιστάμενων κανόνων.
Ως παράδειγμα παρουσίασε εναλλακτική μορφή ποσοτικής χαλάρωσης, από αυτή που άρχισε να εφαρμόζει η ΕΚΤ, με επίκεντρο την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων η οποία, σε συνεργασία με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, μπορεί να αναδειχθεί στον πυλώνα ενός μεγάλου επενδυτικού προγράμματος, ενός «Ευρωπαϊκού New Deal», με στόχο τον τερματισμό του αποπληθωρισμού και την επιστροφή ολόκληρης της Ευρώπης στην πραγματική ανάπτυξη και χωρίς νέα δημόσια χρέη.
Τέλος, στην δευτερολογία του ο υπουργός, απαντώντας σε ερωτήματα (καθώς και στην τοποθέτηση του τ. Πρωθυπουργού της Ιταλίας κ. Μάριο Μόντι), αναφέρθηκε στην διαπραγμάτευση και τους ευρύτερους στόχους της ελληνικής κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρέμβαση του υπουργού έγινε δεκτή με εγκωμιαστικά σχόλια από τους παρευρισκόμενους, κάτι που καταδεικνύεται και από ηλεκτρονική ψηφοφορία που έλαβε χώρα τόσο πριν όσο και αμέσως μετά από την παρουσίασή του. Χαρακτηριστικά, πριν την ομιλία του, το 41,3% θεωρούσε τις θέσεις/δράσεις της ελληνικής κυβέρνησης «κακές» ή «πολύ κακές» ενώ μόνο το 31,4% τις έκρινε «καλές» ή «πολύ καλές».
Όταν όμως η ψηφοφορία επαναλήφθηκε, μετά την ομιλία και δευτερολογία του υπουργού, τα ποσοστά αυτά μεταβλήθηκαν ως εξής: Το ποσοστό που θεώρησε τις θέσεις/δράσεις της ελληνικής κυβέρνησης «κακές» ή «πολύ κακές» μειώθηκε από το 41,3% στο 31,7%, ενώ το ποσοστό που τις έκρινε «καλές» ή «πολύ καλές» αυξήθηκε από το 31,4% στο 47,1%. (Παράλληλα, το ποσοστό που δήλωνε ουδέτερη άποψη κυμάνθηκε στο 25,6% πριν την ομιλία του υπουργού και στο 21,1% κατόπιν.)
Το κείμενο της παρέμβασής του στα αγγλικά