Η ΕΚΤ παρέτεινε μεν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ωστόσο «κούρεψε» τα μηνιαία του κεφάλαια κατά 30 δις ευρώ. Γερμανοί οικονομολόγοι ζητούν ταχύτερο τερματισμό της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
Ως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αξιολογεί μερίδα κορυφαίων γερμανών οικονομολόγων τη σημερινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να παρατείνει μεν το ευρύτατο πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων έως τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του 2018, ψαλιδίζοντας ωστόσο κατά το ήμισυ τα μηνιαία κεφάλαια που διαθέτει σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Έτσι μετά τον προσεχή Δεκέμβριο, οπότε επρόκειτο να τελειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), τα 60 δις για που διέθετε μηνιαίως η ΕΚΤ για αγορές ομολόγων, θα περιοριστούν αισθητά σε 30 δις. Παράλληλα η ΕΚΤ άφησε το βασικό επιτόκιο δανεισμού αναλλοίωτο σε μηδενικά επίπεδα.
Ο επικεφαλής της ευρωτράπεζας Μάριο Ντράγκι αιτιολόγησε τη λήψη των νέων μέτρων επισημαίνοντας ότι «οι σημερινές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής ελήφθησαν για να διατηρηθούν οι εξαιρετικά ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης που απαιτούνται ακόμη για μια βιώσιμη επάνοδο των ρυθμών του πληθωρισμού προς επίπεδα χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2%. Η αναπροσαρμογή του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη για τη βαθμιαία σύγκλιση του πληθωρισμού προς την κατεύθυνση του πληθωριστικού μας στόχου».
Με αυτήν την απόφαση «έχει ξεκινήσει η επιστροφή προς μια κανονική νομισματική πολιτική. (…) Η ΕΚΤ συμβάλλει έτσι το μερίδιό της για την οικονομική ομαλοποίηση στην Ευρώπη», εκτιμά ο Γεργκ Τσόινερ, επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής κρατικής επενδυτική τράπεζας KfW.
Για «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» έκανε λόγο ο πρόεδρος του γνωστού οικονομικού Ινστιτούτου IfO του Μονάχου Κλέμενς Φυστ, τονίζοντας ότι ο όγκος του προγράμματος της ΕΚΤ θα πρέπει να περιοριστεί με ταχύτερους ρυθμούς.
Η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ κρύβει κινδύνους, οι οποίοι βαθμιαία αυξάνονται, προειδοποιεί από την πλευρά του ο Χανς-Βάλτερ Πέτερς, πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών (BdB). Όπως επισημαίνει, η ΕΚΤ έκανε ένα σαφές βήμα προς την εξομάλυνση ξανά τη νομισματική πολιτική», ωστόσο «στο σύνολό της η σημερινή απόφαση δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, όπως λέμε: δύο βήματα εμπρός και ένα πίσω».
Ο Ρόμπερτ Χάλφερ, επικεφαλής αναλυτής κεφαλαιαγορών στην Baader Bank, δεν διακρίνει ουσιαστική αλλαγή φιλοσοφίας εκ μέρους της ΕΚΤ: «Συνιστά η νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στροφή προς την κατεύθυνση πιο σταθεροποιητικών πολιτικών; Όχι, σε καμία περίπτωση! Πρώτον, παρατείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. (…) Και δεύτερον, ακόμη κι αν δαπανά μόνο 30 αντί 60 δις κάθε μήνα, πρόκειται για ακόμη 270 δις ευρώ επιπλέον ρευστότητας για τις αγορές», υπογραμμίζει.
Πάντως ο γνωστός γερμανός οικονομολόγος Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) στο Βερολίνο, επικροτεί την προσέγγιση της ΕΚΤ. Όπως επισημαίνει, «η ΕΚΤ θα πρέπει να διασφαλίσει υψηλό βαθμό ευελιξίας κατά τη βαθμιαία απόσυρσή της από την επεκτατική νομισματική πολιτική, διότι οι κίνδυνοι για την οικονομία και τις χρηματαγορές παραμένουν πολύ σοβαροί. Γεωπολιτικές κρίσεις, προστατευτισμός, το Brexit και η αδυναμία πολλών τραπεζών παγκοσμίως ενδέχεται να ξαναθέσουν γρήγορα σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψή της Ευρώπης και να αναγκάσουν την ΕΚΤ να αναλάβει δράση».