Την τριετία 2012 – 2014, η βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους βελτιώθηκε σημαντικά. Το χρέος ήταν βιώσιμο, γιατί:
- «Κουρεύτηκαν» 132 δις ευρώ δημοσίου χρέους, με τη διπλή αναδιάρθρωση του 2012 (PSI το Μάρτιο και επαναγορά χρέους το Δεκέμβριο).
- Οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μειώθηκαν κατά 10 δις ευρώ το χρόνο.
- Η ωρίμανση του δημοσίου χρέους υπερδιπλασιάστηκε και το μέσο επιτόκιο πήγε στο 2,5%.
Η τότε Κυβέρνηση Α. Σαμαρά, με κορμό τη Νέα Δημοκρατία, διεκδικούσε την υλοποίηση των δεσμεύσεων των εταίρων μας για την οριστική ελάφρυνση του δημοσίου χρέους και επετύγχανε την επανάληψη των δεσμεύσεων του Νοεμβρίου 2012 και σε επόμενα κρίσιμα Eurogroups (π.χ. Μάιος 2014).
2. Σήμερα το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο;
Πιο συγκεκριμένα, χάθηκε η ανάπτυξη ενώ, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Δ.Ν.Τ., από το 2015 και μετά, η νέα Κυβέρνηση μείωσε σημαντικά τα πρωτογενή πλεονάσματα, με αποτέλεσμα να αυξήσει τις ανάγκες δανεισμού για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών. Επιβράδυνε τις αποκρατικοποιήσεις,με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανάγκες δανεισμού για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών. Ανέκοψε την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα τη μείωση της μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης κατά 0,5% του Α.Ε.Π. κάθε χρόνο. Αύξησε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου στα 7 δις ευρώ, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί δανεισμός επιπλέον 5 δις ευρώ την επόμενη τριετία ώστε να καλυφθεί ένα τμήμα τους.«Στράγγισε» τα αποθεματικά του Κράτους και των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί επιπλέον δανεισμός ύψους 6,5 δις ευρώ την επόμενη τριετία. Έκλεισε τις τράπεζες και προκάλεσε την ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησής τους. «Έχασε» τα υπολειπόμενα 9,3 δις ευρώ από τα κέρδη της Ε.Κ.Τ. από τα Ελληνικά Ομόλογα (ANFAs&SMPs).
Με όλα αυτά η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιδείνωσε το «προφίλ» του χρέους, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π. να εκτιμάται το 2018, 30 ποσοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π. υψηλότερο από ό,τι στην προηγούμενη πρόβλεψη του Δ.Ν.Τ.(Ιούνιος 2014).
Επομένως, η επιβάρυνση που προκάλεσε η Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛεπιβάλλει την ανάγκη νέων παραμετρικών αλλαγών για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.
Επιπλέον, αποδέχτηκε,το Μάιο του 2016, στο Eurogroup των Βρυξελλών, τη μετάθεση της οριστικής λύσης για το χρέος, μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου. Δηλαδή για μετά το 2018. Ταυτόχρονα, αποδέχθηκε και τη σαφή υπαναχώρηση των εταίρων μας έναντι των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει το 2012.
Πρόκειται για μια συμφωνία Βατερλώ, καθώς ο κ. Τσίπρας έδωσε τα πάντα (μέτρα λιτότητας 9 δις ευρώ, «αιώνιο» Υπερταμείο και δημοσιονομικός «κόφτης» ύψους 3,5 δις ευρώ) και δεν πήρε τίποτα!
Με την επαναφορά της «απαίτησής» του, για οριστική διευθέτηση του χρέους το φετινό Φθινόπωρο, σε αντίθεση με ό,τι υπέγραψε το Μάιο, ο κ. Τσίπρας ξανακοροϊδεύει τον ελληνικό λαό.
Ενώ ο ίδιος μιλά για λύση εντός του έτους, ο Αντιπρόεδρός του κ. Δραγασάκης τοποθετεί τη λύση μετά το 2018.
Με δεδομένο ότι ο κ. Τσίπρας απεμπόλησε στις 12 Ιουλίου 2015 τη δυνατότητα ονομαστικής μείωσης («κούρεμα») του χρέους, η Νέα Δημοκρατία, ήδη από τις 9 Μαΐου 2016, έχει περιγράψει την κατεύθυνση που μπορούμε να κινηθούμε, σε συνεργασία με τους δανειστές: Επιμήκυνση της περιόδου χάριτος και αποπληρωμής, μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, χαμηλότερα επιτόκια.
Η διευθέτηση του χρέους θα επιτρέψει τη μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του Α.Ε.Π. Η κατά 1,5% του Α.Ε.Π. ή 2,6 δις ευρώ μείωση του δημοσιονομικού στόχου, θα δώσει νέο περιθώριο μείωσης των εξοντωτικών φόρων και εισφορών που επέβαλε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο, όπως περιέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Δ.Ε.Θ., θα χρησιμοποιηθεί για να μειωθούν ο φόρος εισοδήματος, ο Φ.Π.Α. και οι ασφαλιστικές εισφορές. Έτσι, οι παρεμβάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις πρώτες, άμεσες, μειώσεις φόρων, θα επιφέρουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και συνέργειες ικανές να προκαλέσουν το «θετικό σόκ» που χρειάζεται η οικονομία μας, για να ξυπνήσει από το κώμα και να αναπτυχθεί.
Βεβαίως και πρέπει να υπάρχει παρέμβαση στο χρέος. Υπάρχει μία στάση της Ευρώπης η οποία δεν ήταν σωστή απέναντι στην Ελλάδα. Η παρέμβαση για το χρέος συνδέεται και με τη συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αλλά, συνδέεται και με κάτι ακόμα. Με τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει και να βγει από το φαύλο κύκλο της ύφεσης. Αν η οικονομία δεν ανακάμψει, τα νούμερα για το χρέος δύσκολα θα βγουν.