Η κυβέρνηση Τσίπρα όχι απλά δεν οδήγησε στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά βύθισε τη χώρα σε ένα τρίτο, αχρείαστο και πάντως εξαιρετικά βίαιο μνημόνιο, με τη χώρα να είναι ξανά αντιμέτωπη με μία νέα επώδυνη συμφωνία
Στο σημείο πολύ χειρότερο από εκείνο που ήταν, όταν την παρέλαβε ακριβώς πριν δύο χρόνια η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, βρίσκεται τώρα η χώρα. Στην πραγματικότητα το ρίσκο εκείνης της πολιτικής αλλαγής κόστισε στην ελληνική οικονομία μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια χρέος, στους Eλληνες φορολογούμενους έναν επιπλέον φορτίο φόρων περί τα 7 δισ., την καθυστέρηση στην επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς και την απώλεια των τραπεζών, με ό,τι αυτό σημαίνει (πέρα από την νέκρωση ουσιαστικά του τραπεζικού συστήματος, λόγω των capital controls) και την πλήρη εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των δανειστών. Πολύ μεγάλο τίμημα δηλαδή για ένα πείραμα, που όχι απλά δεν οδήγησε στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά βύθισε τη χώρα σε ένα τρίτο, αχρείαστο για πολλούς και πάντως εξαιρετικά βίαιο μνημόνιο, με τη χώρα να είναι ξανά αντιμέτωπη με μία νέα επώδυνη συμφωνία.
Όταν παραλάμβανε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ πριν ακριβώς δύο χρόνια, ουδείς συζητούσε για νέα μνημόνιο. Απλώς έπρεπε να εφαρμοστεί η τελευταία φάση του δεύτερου μνημονίου, με την περίφημη πέμπτη αξιολόγηση, η οποία περιλάμβανε κάποια δυσβάστακτα μέτρα (αναφέρονταν στο email Χαρδούβελη), που όμως απεδείχθη ότι δεν είχαν καμία σχέση με τα όσα ακολούθησαν. Το επικρατέστερο σενάριο για την ομαλή χρηματοδότηση της χώρας, εάν ολοκληρώνονταν η αξιολόγηση και τέλειωνε το β’ μνημόνιο, ήταν η εφαρμογή μίας προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής.
Είναι γεγονός ότι η χώρα είχε αναλάβει μία δύσκολη δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα που ξεκινούσαν από 3,5% και έφταναν στο 4,5%. Η τότε κυβέρνηση Σαμαρά υποστήριζε ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν αυτά με την επιστροφή της χώρας σε μεγάλους αναπτυξιακούς ρυθμούς, που προβλέπονταν ήδη από το 2015.
Υποχρέωση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για πολλά χρόνια έχει και τώρα η χώρα δύο χρόνια μετά, με τους δανειστές να μιλούν για νέα μέτρα 4,5 δις ευρώ και με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι θα τα πετύχει με την… ανάπτυξη, που έρχεται σύμφωνα με τις προβλέψεις από φέτος! Ακριβώς δηλαδή ό,τι ίσχυε για τη χώρα στις αρχές του 2015, – χωρίς μάλιστα την απειλή τότε για επιπλέον μέτρα τόσων δις ευρώ – ισχύει και στις αρχές του 2017. Τα υψηλά πλεονάσματα απλώς μετατέθηκαν για δύο και τρία χρόνια αργότερα και δεν ξεπεράστηκαν, όπως θέλει να ισχυριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ!
Σαν να μην έκανε δηλαδή η οικονομία ούτε ένα βήμα μπρος, αφού στο μεταξύ η διετία του ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε συνολικά με ύφεση, αντί για ανάπτυξη, όπως προβλεπόταν.
Κι όμως. Η διετία αυτή της στασιμότητας και του πισωγυρίσματος δεν πέρασε χωρίς βαρύ οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό κόστος. Επί δύο χρόνια δηλαδή φέρνουμε στροφές γύρω από τον εαυτό μας, χωρίς να αποφύγουμε την παραμικρή υποχρέωση προς τους δανειστές, αλλά καταβάλλοντας επιπλέον κόστος για τις επιλογές και τις καθυστερήσεις, που έχει όλη αυτή η πορεία στα τυφλά.
Για παράδειγμα, για να καλυφθούν οι χαμηλοί, τελικά, στόχοι που έθεσαν οι δανειστές αναγνωρίζοντας την καταστροφική απώλεια του πρώτου επταμήνου του 2015 – όταν και η οικονομία παρέλυσε – επιβλήθηκαν περίπου 7 δισ. νέοι φόροι, με το λογαριασμό να μένει ακόμη ανοιχτός, αφού η κυβέρνηση είναι σε νέες επώδυνες διαπραγματεύσεις. Η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων μειώθηκε έτσι δραματικά.
Η χώρα δανείστηκε νέα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λόγω της καθίζησης που υπέστη η οικονομία, χωρίς καν τελικά να διασώσει τον έλεγχό του, που παραχωρήθηκε σε ξένους επενδυτές. Το τραπεζικό σύστημα παραμένει σε ύπνωση, αδύναμο να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων η ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ θα μπορούσε να γίνει στις αρχές του 2015, τώρα είναι ακόμη ζητούμενο εάν θα επιτευχθεί την άνοιξη του 2017.
Το βαρύ κόστος του πειράματος δεν αφορά μόνο τα συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη.
Εξαιτίας της στασιμότητας και της παράτασης της κρίσης για δύο ακόμη χρόνια (2015 και 2016) η χώρα βρέθηκε στο δίλλημα επώδυνων οικονομικών στόχων, που η κυβέρνηση επέλεξε να καλύψει με ένα νέο, εξοντωτικό φορολογικό σύστημα, ενώ οι επιπτώσεις αυτής της καθίζησης φάνηκαν ακόμη πιο δραματικές στο ασφαλιστικό σύστημα. Στη διετία αυτή όχι μόνο δρομολογήθηκε τελικά η κατάργηση του ΕΚΑΣ, που ήταν το πιο βαρύ μέτρο στο email Χαρδούβελη, αλλά σφαγιάστηκαν επιπλέον οι επικουρικές συντάξεις, αλλά και οι κύριες συντάξεις των νέων ασφαλισμένων. Οι παλαιοί ασφαλισμένοι διατηρούν την κύρια σύνταξή τους μέχρι το 2018 και με αβέβαιο μέλλον, καθώς εξαρτώνται από την τύχη της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς», ένα ερμαφρόδιτο σχήμα στον υπολογισμό των συντάξεων, που όμως έχει μπει στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, για την κατάργησή του.
Το ασφαλιστικό σύστημα έφτασε κοντά στην πλήρη κατάρρευσή του και κινδυνεύει ακόμη, από τους χειρισμούς αυτής της διετίας, εξαιτίας της καθυστέρησης της χώρας να πετύχει αναπτυξιακούς ρυθμούς και άρα αύξηση της απασχόλησης, αλλά και από το γεγονός ότι διαδόθηκαν ακόμη περισσότερο οι ελαστικές μορφές εργασίας, καθώς και η εισφοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία λόγω των απίστευτων βαρών, που επέβαλε η κυβέρνηση.
Η αποτυχημένη, όποια, διαπραγμάτευση του 2017 οδήγησε σε οδυνηρά αποτελέσματα. Επανήλθε η απειλή του grexit και η αβεβαιότητα για την τύχη της ελληνικής οικονομίας. Τορπιλίστηκε η όποια εμπιστοσύνη είχε οικοδομηθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να ζητούν τώρα όλο και περισσότερες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Ακόμη και η καθυστερημένη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ή άλλες κινήσεις της κυβέρνησης επέτειναν το κλίμα καχυποψίας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν και η θεσμοθέτηση του περίφημου «κόφτη», ενός μέτρου που εγκαθιδρύει καθεστώς διαρκούς επιτήρησης.
Η επιτομή της αποτυχίας της «περήφανης διαπραγμάτευσης» που υποσχέθηκε και έκανε υποτίθεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αυτό που συνέβη με το Χρέος και την εξαγγελία περί κουρέματος. Η ονομαστική ελάφρυνση (κούρεμα) εγκαταλείφθηκε πλήρως και επισήμως σε όλα τα επίσημα έγγραφα και συμφωνίες της διετίας. Αντί αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ ικανοποιήθηκε με την επανεβεβαίωση της συμφωνίας, που είχε δοθεί στην κυβέρνηση Σαμαρά ήδη από τον Νοέμβριο του 2012 για ορισμένες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους και τα οποία θα ίσχυαν κανονικά με την ολοκλήρωση του β’ μνημονίου. Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που όμως δεν αποτελούν ουσιαστική διευκόλυνση για τώρα, εγκρίθηκαν και θα αρχίσουν να υλοποιούνται, ενώ τα πιο σοβαρά, που είναι τα μεσοπρόθεσμα θα ανακοινωθούν το 2018 με τη λήξη του τρίτου μνημονίου. Επιστροφή δηλαδή στο ίδιο σημείο, που είχαν ορίσει οι δανειστές με την πρώτη απόφασή τους το 2012, με καθυστέρηση όμως τριών ολόκληρων ετών, όση δηλαδή είναι και η διάρκεια του τρίτου μνημονίου – άλλως, με ένα… μνημόνιο καθυστέρηση!
Την ίδια ώρα και σύμφωνα με όλα τα επίσημα στοιχεία, η φτωχοποίηση συνεχίζεται, ο ιδιωτικός τομέας είναι σε απελπιστική κατάσταση, το εργατικό δυναμικό δραπετεύει στο εξωτερικό με όσοι μένουν πίσω αμείβονται με όλο και λιγότερα, η επιχειρηματική δραστηριότητα απειλείται από τους φόρους, ενώ βασικές κοινωνικές υποδομές όπως η υγεία και η παιδεία χειροτερεύουν. Η κυβέρνηση έχει στρέψει την προσοχή της στην προστασία του δημοσίου, με την βόλεψη και των ημετέρων, προκρίνει τα βοηθήματα και τα συσσίτια ως μέσο αντιμετώπισης της κοινωνικής εξαθλίωσης.