Γράφει η Σοφία Λουκέρη*
Όλα ξεκίνησαν το μεσημέρι της Παρασκευής, όταν ληστής εισέβαλε σε χρυσοχοείο στην πλατεία Ομόνοιας και με την απειλή μαχαιριού επιχείρησε να το ληστέψει. Η κατάληξη γνωστή πλέον στο πανελλήνιο.
Ο ληστής στην προσπάθεια του να διαφύγει μέσα από τα κοφτερά τζάμια της σπασμένης βιτρίνας του καταστήματος και ενώ ταυτόχρονα δέχεται χτυπήματα από δύο άνδρες, πέφτει νεκρός.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος συλλαμβάνεται και κρατείται για να απολογηθεί στον ανακριτή, αντιμέτωπος με κακουργηματικές κατηγορίες.
«…Με έχουν ξανακλέψει και μάλιστα όχι μόνο μία φορά. Αγανάκτησα. Την ώρα εκείνη ήμουν αγανακτισμένος. Επανειλημμένα γίνομαι θύμα ληστών…». είναι τα πρώτα λόγια του καταστηματάρχη που είδε και εκείνος τη ζωή του να αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όλοι εκείνοι που με ευκολία δικάζουν τον καταστηματάρχη πίσω από την οθόνη τους, σκέφθηκαν καθόλου την φόρτιση την οποία βίωνε εκείνη την ώρα αυτός ο άνθρωπος;
Για άλλη μια ημέρα βρισκόταν στο μικρό του κατάστημα. Ένα κατάστημα που δεν ξέρω αν είχε δάνεια, χρέη, αν χρωστάει ενοίκια. Δεν ξέρω ακόμη αν ο καταστηματάρχης σπουδάζει αυτή την περίοδο κάποιο παιδί του, αν έχει άρρωστους γονείς, αν δυσκολεύεται στους λογαριασμούς στο σπίτι του. Αυτό όμως που σίγουρα ξέρω είναι πως έχει να αντιμετωπίσει την υπερφορολόγηση και τη μείωση της ζήτησης που σταθερά εδώ και χρόνια οδηγούν καταστήματα σαν και το δικό του με μαθηματική ακρίβεια στο λουκέτο.
Δεν είναι όμως μόνο η κρίση. Ο καταστηματάρχης (όπως και όλοι οι συνάδερφοι του – ειδικά στην περιοχή του κέντρου), είχε να αντιμετωπίσει και άλλο ένα μεγάλο κίνδυνο. Την ολοένα αυξανόμενη και ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα. Το κέντρο της Αθήνας είναι παραδομένο σε κάθε λογής παραβατικούς. Οι ληστείες καθημερινότητα. Οι δολοφονίες επίσης. Αυτή είναι μια κατάσταση γνωστή σε όλους όσους ζούμε το πολύπαθο κέντρο. Μια κατάσταση που παραδέχομαι πως δεν ξεκίνησε με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όμως επιδεινώθηκε πάρα πολύ στις μέρες του.
Είναι γεγονός πως η Ελληνική Αστυνομία προσπαθεί, όμως υποστελεχωμένη δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Αλλά και στις περιπτώσεις που παράγει αποτελέσματα με συλλήψεις και εξιχνίαση υποθέσεων του κοινού καθημερινού εγκλήματος, το έργο της ακυρώνεται μέσα από νόμους που αφήνουν τους εγκληματίες ξανά ελεύθερους και κάνουν τις εισόδους των φυλακών να θυμίζουν ξενοδοχεία με περιστρεφόμενη πόρτα.
Είναι πραγματική τραγωδία η απώλεια της ζωής κάθε νέου ανθρώπου. Σε αυτό δεν χωρά μέτρο αν θέλουμε να θεωρούμαστε – για να γίνουμε κάποτε – μια σύγχρονη κοινωνία. Πρέπει να είναι κοινή παραδοχή και κοινό αίσθημα, ανεξάρτητα από την ταυτότητα αυτού που χάνει τη ζωή του.
Όμως σε κάθε περιστατικό, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας και τις ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες αυτό εκτυλίχθηκε. Ο καταστηματάρχης δεν ξύπνησε εκείνη την ημέρα με την επιθυμία να σκοτώσει, ήθελε και εκείνη την ημέρα, όπως και κάθε μέρα να δουλέψει το μαγαζί του για να ζήσει τον ίδιο και την οικογένεια του.
Δεν ήταν νόμιμη άμυνα αλλά αυτοδικία; Ξεπέρασε τα όρια; Αυτό δεν είναι δική μας δουλειά να το κρίνουμε, αλλά της Ελληνικής Δικαιοσύνης που είναι η μόνη αρμόδια να αποφανθεί.
Το σίγουρο όμως είναι πως όσο η εγκληματικότητα αυξάνεται και απειλεί όλο και περισσότερο την κοινωνία μας, τόσο θα αυξάνονται και τα περιστατικά όπου πολίτες θα παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, αισθανόμενοι πως είναι μόνοι τους, αβοήθητοι απέναντι σε ληστές-εισβολείς που μπορεί ακόμη και να τους σκοτώσουν.
*Η Σοφία Λουκέρη είναι Εκδότρια της Εφημερίδας ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, Οδοντίατρος & Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών