Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν ο καταλύτης για να κηρύξει ο Αντώνης Σαμαράς τον πόλεμο στη Χρυσή Αυγή – Οι 32 δικογραφίες, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και οι συλλήψεις
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα σηματοδότησε την αρχή του τέλους της Χρυσής Αυγής. Στο τέλος της μακρόσυρτης δίκης ακούστηκε και ο επιθανάτιος ρόγχος της, υπό τις επευφημίες δεκάδων χιλιάδων πολιτών που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το Εφετείο. Στη δεκαετία (2010-2020), σε μια εξαιρετικά εύφλεκτη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά περίοδο, συντελέστηκε η άνοδος και η πτώση της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Εκείνα τα χρόνια της πρωτοφανούς κρίσης, με τα επαχθή μνημόνια και τη μαζική παράνομη μετανάστευση, η πλειονότητα των ψηφοφόρων διέρρηξε τους παραδοσιακούς δεσμούς με τα μέχρι τότε κόμματα εξουσίας. Αναζήτησε εναλλακτικές πολιτικές εκφράσεις. Έτσι, είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ, που για δεκαετίες αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, να εκτοξεύεται. Είδαμε το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ να συνθλίβεται. Είδαμε τη ΝΔ τον Μάιο 2012 να μην φτάνει ούτε το 20%, ενώ οι ΑΝΕΛ του Καμμένου να αποσπούν 10%.
Τότε, σ’ εκείνα τα χρόνια των μεγάλων εκλογικών ανακατατάξεων είδαμε και την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να εκτοξεύεται από το 0,29% του 2009 στο 6,97% τον Μάιο 2012. Ποσοστό, μάλιστα, που κράτησε και στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου, με αποτέλεσμα να εκλέξει 18 βουλευτές. Κάπως έτσι μία περιθωριακή νεοναζιστική οργάνωση, αποτελούμενη κατά κανόνα από λούμπεν στοιχεία, μετατράπηκε σε χρόνο-ρεκόρ στην τρίτη πολιτική δύναμη.
Θα χρειαστεί να χυθεί πολύ ακόμα μελάνι για να εξηγηθεί πειστικά αυτή η εκλογική εκτόξευση. Σίγουρα, πάντως, συνδέεται με τη βαθιά απόρριψη από την πλειονότητα των ψηφοφόρων του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που είχε ρίξει την Ελλάδα στον γκρεμό. Κάποιοι από αυτούς τους ψηφοφόρους κατευθύνθηκαν στη Χρυσή Αυγή κι όπως είχε φανεί δεν ήταν μόνο δεξιοί που την είχαν ψηφίσει. Την είχαν ψηφίσει και πολίτες που προέρχονταν από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά, ακόμα κι από την Αριστερά.
Η σε δημόσια θέα δολοφονία του 34χρονου Παύλου Φύσσα αφαίρεσε μέσα σε λίγες ώρες τα προσωπεία, αποκαλύπτοντας την αποτρόπαια όψη αυτού του κόμματος, που τώρα με δικαστική απόφαση έχει χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση. Το φονικό επανάφερε με ένταση την πρόκληση που αντιπροσώπευε η Χρυσή Αυγή για τη συντεταγμένη Πολιτεία. Δεν περιοριζόταν σε μια εμπρηστική ρητορική. Ούτε μόνο από μία κουλτούρα παραστρατιωτικής βίας, η οποία ήταν οργανική συνιστώσα της ιδεολογίας και της πρακτικής της. Το χυμένο αίμα άλλαξε ριζικά το κλίμα.
Η αρχή του τέλους δόθηκε σε 55 δραματικά λεπτά. Τόσα χρειάστηκαν για να χάσει την ζωή του ο Παύλος Φύσσας από τη στιγμή που μία ομάδα εφόδου τον στοχοποίησε στην καφετέρια «Κοράλλι» και εκεί ο Γιώργος Ρουπακιάς επέφερε θανατηφόρο πλήγμα στον αντιφασίστα μουσικό. Δεν είχε, βέβαια, συνείδηση ο λούμπεν νεοναζί δράστης ότι την ίδια στιγμή έπληττε θανάσιμα και το κόμμα του. Μετέτρεψε το θύμα του και την θυσία σε σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και ταυτόχρονα έριξε τη Χρυσή Αυγή δεύτερο στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Το σοκ που η δολοφονία προκάλεσε στην κοινή γνώμη υποχρέωσε την κυβέρνηση Σαμαρά να κινηθεί αστραπιαία, παρότι το προηγούμενο διάστημα ο συνεργάτης του τότε πρωθυπουργού Μπαλτάκος είχε ανοίξει πολιτικές συνομιλίες με τον Κασιδιάρη. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μέχρι τότε η Πολιτεία επεδείκνυε μία ανοχή για τραμπουκισμούς των Χρυσαυγιτών που λάμβαναν χώρα και μπροστά στις κάμερες.
Η δολοφονία ήταν ο καταλύτης για να κηρύξει ο Αντώνης Σαμαράς τον πόλεμο στη Χρυσή Αυγή. Μαζί με τον στενό συνεργάτη του Χρύσανθο Λαζαρίδη και τον αρμόδιο υπουργό Νίκο Δένδια, έθεσαν τις βάσεις για την εξόντωση του νεοναζιστικού κόμματος μέσα από τη ποινική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική οργή συντάραξε το μέχρι τότε αμήχανο, υποτονικό, αλλά και υπόλογο για την ατιμωρησία της Χρυσής Αυγής πολιτικό σύστημα. Κατά μία έννοια, η δολοφονία του Φύσσα σηματοδότησε το τέλος της ιδιότυπης «ασυλίας» που για καιρό απολάμβανε η Χρυσή Αυγή.
Οι αιτίες που μετέτρεψαν την περιθωριακή νεοναζιστική οργάνωση σε τρίτο κόμμα ανάγοντα στα κενά, στην ολιγωρία και στην εξόφθαλμη αποτυχία της Πολιτείας. Η φύση και η ζωή, όμως, απεχθάνονται τα κενά. Η Χρυσή Αυγή έσπευσε με τον δικό της απεχθή τρόπο να τα καλύψει και στον τομέα της παράνομης μετανάστευσης που είχε κάνει τον βίο αβίωτο σε πολλές λαϊκές συνοικίες της Αθήνας κι όχι μόνο, αλλά και στον τομέα έκφρασης ενός διάχυτου θολού αντισυστημικού αισθήματος που ανάβλυζε από την κοινωνία εκείνα τα χρόνια.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, αμέσως μετά τη δολοφονία Φύσσα, ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς παρέμεινε στο Μέγαρο Μαξίμου. Τα σόσιαλ μίντια είχαν πάρει φωτιά. Πλαισιωμένος από τους συνεργάτες του δεν άργησε να αποφανθεί ότι ο Μιχαλολιάκος και το κόμμα του έπρεπε να αντιμετωπιστούν δραστικά. Η κυβέρνηση είχε πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, στο Μαξίμου συγκέντρωναν πληροφορίες και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με υπουργούς. Το επόμενο πρωί, ο Σαμαράς διαμήνυσε σε στενό του συνεργάτη ότι σκοπεύει να κόψει το κεφάλι του φιδιού. Λίγο αργότερα, κάλεσε στο γραφείο του τους υπουργούς Δημόσιας Τάξης Νίκο Δένδια και Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου. Συζήτησαν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τον περιορισμό της δράσης της Χρυσή Αυγή.
Τότε ελήφθη η απόφαση να συγκεντρωθούν όλες οι υποθέσεις που την αφορούσαν. Κομβικό ρόλο εκείνες τις ημέρες έπαιξε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος εξέφραζε ένα χρόνο πριν τη δολοφονία την άποψη να τεθεί η Χρυσή Αυγή εκτός νόμου. Μόλις δύο ημέρες μετά την 17η Σεπτεμβρίου, ο Νίκος Δένδιας είχε συγκεντρώσει 32 δικογραφίες, που αφορούσαν παράνομες πράξεις της Χρυσής Αυγής από τον Αύγουστο του 2012, και τις διαβίβασε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη.
Στην επιστολή του ζητούσε την ένταξη στον αντιτρομοκρατικό νόμο όλων των ποινικών περιστατικών, στα οποία είχε ανάμειξη η Χρυσή Αυγή. Μόλις λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Φύσσα είχε σημειωθεί η δολοφονική επίθεση σε βάρος συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, καθώς και τα επεισόδια στον Μελιγαλά. Τα επόμενα 24ωρα η ανώτατη εισαγγελέας έδωσε εντολή για τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης που ανατέθηκε στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη, ο οποίος άσκησε ποινικές διώξεις για το κακούργημα της ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.
Έτσι, έστω με απαράδεκτη καθυστέρηση, ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός της Δικαιοσύνης. Στις 29 του ίδιου μήνα, ξημερώματα Σαββάτου, ξεκίνησαν οι συλλήψεις. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία συνέλαβε τον αρχηγό Νίκο Μιχαλολιάκο και των άλλων ανώτατων στελεχών με την κατηγορία της διεύθυνσης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.
Με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου, η δικογραφία ανατέθηκε στις ειδικές ανακρίτριες (με βαθμό εφέτη) Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου, οι οποίες έκριναν προφυλακιστέους τους κατηγορούμενους. Στους επόμενους μήνες 150 μάρτυρες κατέθεσαν στοιχεία στους ανακριτές για το νεοναζιστικό και εγκληματικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής. Έτσι σταδιακά αποκαλύφθηκε ο χαρακτήρας και η εγκληματική δράση της.
Ο Δημήτρης Σταμάτης και ο Χρύσανθος Λαζαρίδης συμμετείχαν σε απανωτές συσκέψεις, στις οποίες είχαν μερική παρουσία και άλλοι συνεργάτες του Σαμαρά, όπως ο Γιώργος Μουρούτης. Αποφασίστηκε το διάγγελμα του πρωθυπουργού και η έφοδος στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη λεωφόρο Μεσογείων και στον σταθμό Λαρίσης. Οι αντιφασιστικές διαδηλώσεις στον τόπο δολοφονίας στο Κερατσίνι και σε άλλες περιοχές είχαν ηλεκτρίσει το πολιτικό κλίμα.
Δόθηκε μεγάλη προσοχή ώστε να μην μετατραπεί η δολοφονία του Φύσσα σε κάτι αντίστοιχο με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Γι’ αυτό και εκείνες τις ημέρες έγιναν εκκαθαρίσεις στην Αστυνομία από στοιχεία που είχαν σχέσεις με το νεοναζιστικό κόμμα. Τέτοιοι αστυνομικοί βρέθηκαν εκτεθειμένοι είτε από τη δημόσια ανακοίνωση για διαθεσιμότητα ή και για διενέργεια ΕΔΕ. Από αυτές τις έρευνες διαπιστώθηκε ότι (τουλάχιστον) δέκα αστυνομικοί είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες έχουν αποδοθεί σε μέλη της Χρυσής Αυγής.
Το πολιτικό κοινωνικό κλίμα γίνεται ακόμα πιο τοξικό μετά τη δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής έξω από γραφεία του κόμματος από τρομοκρατική οργάνωση. Ο κίνδυνος αιματηρών συγκρούσεων στους δρόμους ανάμεσα σε νεοναζιστές και αντιφασίστες ήταν μεγάλος, αλλά η ενεργοποίηση της Δικαιοσύνης τον απέτρεψε.
Μέχρι τότε, και η Δικαιοσύνη ακολουθούσε αργόσυρτους, νωχελικούς ρυθμούς όσον αφορά υποθέσεις σε βάρος στελεχών της Χρυσής Αυγής. «Έβαλε φτερά στα πόδια της» μόνο όταν η κυβέρνηση Σαμαρά άλλαξε γραμμή και της έστειλε το μήνυμα ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση! Έτσι βρέθηκαν μάρτυρες εκ των έσω. Χρειάστηκε κάτι λιγότερο από ένας χρόνος και η εξέταση περισσοτέρων από 100 υποθέσεων, ώστε οι ειδικές ανακρίτριες να ολοκληρώσουν το έργο τους τον Αύγουστο του 2014 και να σχηματίσουν δικογραφία σε βάρος 78 κατηγορούμενων, από τους οποίους οι 30 προφυλακίστηκαν.
Η λίστα με τους προφυλακισμένους μετρούσε 8 από τα 16 μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής. Η θεατρική σύλληψη όλων σχεδόν των ηγετικών στελεχών της χάιδεψε το αντιφασιστικό αίσθημα των πολιτών. Οι προφυλακίσεις αποκάλυψαν ακόμα περισσότερα στοιχεία σε σχέση με το τί πραγματικά είναι η Χρυσή Αυγή. Παρ’ όλα αυτά, όπως φάνηκε στις διπλές εκλογές του 2015, η Χρυσή Αυγή έτεινε να παγιώσει εκλογική βάση πέριξ, καθώς τον Ιανουάριο 2015 έλαβε 6,28%, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιους έτους 6,99%.
Η δίκη ξεκίνησε στις 20 Απριλίου 2015 με 69 κατηγορουμένους. Στην εξουσία πλέον βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μεγάλη διάρκειά της δεν οφείλεται μόνο στο μέγεθος της υπόθεσης, στον αριθμό των μαρτύρων και στον όγκο του αποδεικτικού υλικού, αλλά και στον τρόπο που οι αρχές δεν φρόντισαν έγκαιρα ώστε να μπορούν να υπάρχουν οι αναγκαίοι όροι για μια συνεχή και αδιάλειπτη εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας στον κατάλληλο χώρο.
Έτσι, η δίκη διήρκησε περίπου 5,5 χρόνια και μέρος αυτής διεξήχθη στην ακατάλληλη δικαστική αίθουσα στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού. Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής παρουσιάστηκε μόνο για να απολογηθεί. Μεσολάβησε η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του 2019 να αλλάξει τον Ποινικό Κώδικα και να μειώσει κατά πολύ τις ποινές για τη σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης.
Στις εκλογές του 2019 καταγράφηκε και η πολιτική-εκλογική πτώση στην οποία είχε εισέλθει η Χρυσή Αυγή. Στις ευρωεκλογές έλαβε 4,87%, αλλά το σημαντικό είναι ότι στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν δεν κατάφερε να υπερβεί το 3% και έμεινε εκτός Βουλής. Η αποτυχία αυτή, σε συνδυασμό με τη δίκη, πυροδότησε διαλυτικές τάσεις στο νεοναζιστικό κόμμα. Ο ευρωβουλευτής της και ομάδα πρώην βουλευτών ανεξαρτητοποιήθηκα,ν κατηγορώντας τον αρχηγό Μιχαλολιάκο πέραν όλων των άλλων για ευνοιοκρατία και οικογενειοκρατία. Τα γραφεία της οργάνωσης έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Μετά την εκλογική εκτίναξη ήλθε η απότομη πτώση, για την ακρίβεια συντριβή.