Η τακτική της εσωτερικής υποτίμησης μπήκε στο στόχαστρο ειδικής έρευνας που διεξήχθη από ανεξάρτητη ομάδα του ΔΝΤ που εξέτασε τα αποτελέσματα των προγραμμάτων στα οποία μετείχε το Ταμείο τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για 32 προγράμματα σε 27 χώρες, μεταξύ αυτών και τα ελληνικά.
Όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση στις περιπτώσεις που δεν ήταν εφικτή η προσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι προσπάθειες ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μέσω εσωτερικής υποτίμησης αποδείχθηκε δύσκολο να πετύχουν σε σύντομο χρόνο.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η αδυναμία αποδίδεται εν μέρει σε εγχώριες ακαμψίες αλλά και στην αδύναμη ανάπτυξη και τον χαμηλό πληθωρισμό στις χώρες με τις οποίες διεξάγουν εμπόριο τα υπό πρόγραμμα κράτη.
Θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχθεί ότι κατά μια έννοια όσες χώρες κλήθηκαν να υποστούν την εσωτερική υποτίμηση «κυνηγούσαν την ουρά τους», δεδομένου ότι λόγω της κρίσης τα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας είχαν αλλάξει.
«Διακρατικά τα μηνύματα»
Στην τηλεδιάσκεψη που ακολούθησε την δημοσιοποίηση της έκθεσης τα στελέχη του ΔΝΤ αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε σχόλια ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας σημειώνοντας ότι τα μηνύματα που προσπαθούν να δώσουν είναι διακρατικά.
Σημείωσαν ωστόσο την ανάγκη μεταρρυθμίσεων που θα προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα. Παράλληλα, όπως είπαν και στην περίπτωση της χώρας μας «είναι σημαντικό να υπάρχει ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος».
Για τη δημοσιονομική πολιτική σημειώθηκε ότι είναι καλό να είναι σταδιακή, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η δυνατότητα χρηματοδότησης του προγράμματος.
Σχολιάζοντας το θέμα των περιπτώσεων που υπάρχει υψηλό δημόσιο χρέος η εκτίμηση που διατυπώθηκε στην τηλεδιάσκεψη ήταν πως είναι καλό να υπάρξει αναδιάρθρωση προκαταβολικά ωστόσο αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Θύμισαν ότι στις αρχές της κρίσης δεν υπήρξαν στην Ευρώπη τα τείχη προστασίας (firewall) που ήταν απαραίτητα για να αποφευχθούν φαινόμενα διάχυσης.
Όπως είπαν η ρύθμιση του χρέους μειώνει το κόστος χρηματοδότησης και την ανάγκη δημοσιονομικών μέτρων, αλλά υπάρχει και το θέμα της διατήρησης της «ιδιοκτησίας του προγράμματος» από τις αρχές.
Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσα χρόνια θα χρειαστεί για να λειτουργήσει στην Ελλάδα η εσωτερική υποτίμηση αρνήθηκαν να απαντήσουν καθώς, όπως είπαν, αυτό υπερβαίνει το θέμα της έρευνας. Υποστηρίχθηκε πάντως ότι μπορεί να φέρει αποτέλεσμα στο κομμάτι των εξαγωγών και να παράξει απασχόληση. Για την Ελλάδα και άλλες χώρες το σημαντικότερο είναι να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και να προσελκυστούν επενδύσεις.
Αναφορικά με την δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε το 2010 τονίστηκε ότι σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος ήταν περίπου αναπόφευκτη. Θα ήταν καλύτερα να γίνει νωρίς η αναδιάρθρωση χρέους, επανέλαβαν, αλλά «πρέπει να δούμε και αν αυτό ήταν εφικτό».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση σημείωσαν ότι επί της αρχής ο ελάχιστος μισθός μπορεί να είναι ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας αλλά θα πρέπει να μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να εξεταστεί σε ποιο επίπεδο βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι εκτιμήσεις του διοικητικού συμβουλίου
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η εσωτερική υποτίμηση μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων ήταν βασικός στόχος των προγραμμάτων διάσωσης στην ευρωζώνη.
Το πρόγραμμα της Ελλάδας είχε στόχο να επιτύχει αυτό μέσα από σειρά μέτρων στην αγορά εργασίας, όπως η περικοπή μισθών και επιδομάτων στο δημόσιο, η μείωση του κατώτατου μισθού και η μεταρρύθμιση του συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, καθώς και μια σειρά από ευρύτερα μέτρα όπως η μεταρρύθμιση και η εκποίηση κρατικών εταιρειών, η μείωση της γραφειοκρατίας και η άρση εμποδίων για την προώθηση του ανταγωνισμού.
Κατά την αξιολόγηση της έκθεσης στο διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου ορισμένα μέλη του εκτίμησαν ότι η συσταλτική επίδραση της εσωτερικής υποτίμησης, της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από ότι είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Ένας μικρός αριθμός μελών, σημείωσε ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στον αντίκτυπο που έχουν οι ανισορροπίες εντός μιας νομισματικής ένωσης στην αναγκαία εγχώρια προσαρμογή ή στην συμπίεση της ζήτησης σε κράτη της ένωσης που εφαρμόζουν προγράμματα.
Η πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου παρατήρησαν ότι τα προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί γύρω από την εσωτερική υποτίμηση πρέπει να αναγνωρίσουν την ανάγκη για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, κάτι που όμως μπορεί να απαιτήσει περισσότερη χρηματοδότηση.
Επιπλέον σημείωσαν ότι σε ορισμένα προγράμματα στα οποία η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μεγάλη, οι βραχυπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρές. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να ακολουθείται πιο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή.
Ορισμένα μέλη υποστήριξαν ότι μια πιο έγκαιρη παρέμβαση για το χρέος μπορεί να είναι αναγκαία όταν κρίνεται ότι το επίπεδο του δημόσιου χρέους είναι πολύ υψηλό και μη βιώσιμο. Ωστόσο, άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επεσήμαναν ότι οι συνέπειες από μια αναδιάρθρωση του χρέους πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω.
H σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Την ξεχωριστή σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα πρόσφατα προγράμματα στήριξης αναγνώρισε στην αξιολόγηση το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου.
Ορισμένα μέλη σημείωσαν πως η έκταση των μεταρρυθμίσεων σε μερικά προγράμματα μπορεί να οδήγησε σε «μεταρρυθμιστική κόπωση» και υπογράμμισαν την σημασία πιο στοχευμένων παρεμβάσεων.
Ένας αριθμός μελών τόνισε ότι τα κέρδη στην βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη από τις μεταρρυθμίσεις ήταν μικρότερα από τα αναμενόμενα, αλλά συμπλήρωσαν πως αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα για αναβολή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.