Ο δρόμος που οδηγεί από τον αμπελώνα στο ποτήρι με το κρασί που απολαμβάνει ο καταναλωτής είναι μακρύς, γεμάτος έγνοιες και φροντίδες. Για την παραγωγή του «νέκταρ των Θεών», τίποτα δεν πρέπει να αφεθεί στην τύχη, από την επιλογή της ποικιλίας και της τοποθεσίας όπου καλλιεργείται το αμπέλι, μέχρι και τη γέννηση του κρασιού μέσα στο οινοποιείο, αλλά και την εμφιάλωση, τη φύλαξη στην κάβα, τη συντήρηση και τελικά το σερβίρισμά του.
Ολοι οι σταθμοί της διαδρομής του, πρέπει να παρακολουθούνται στενά από τους ειδικούς, μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης της ποιότητας που κρύβει. Αμπελουργοί, οινοποιοί, οινολόγοι, όλοι οι επαγγελματίες του κλάδου κοπιάζουν και αγωνιούν μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα ανοιχτεί ένα μπουκάλι κρασί.
Πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της Ελλάδας
Πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της Ελλάδας, το κρασί επιβίωσε μέσα από τους αιώνες για να ικανοποιεί μέχρι σήμερα τις αισθήσεις. Χάρη στο πάθος των επαγγελματιών του κλάδου, είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, του τοπίου και της οικονομικής ζωής της Ελλάδας. Και όπως στην αρχαία Ελλάδα, τα πλοία που έκαναν εμπόριο μεταφέροντας τα ελληνικά κρασιά, μετέφεραν μαζί και τον ελληνικό πολιτισμό πέρα από τα όρια της Μεσογείου, και στην σύγχρονη εποχή το ελληνικό κρασί γίνεται πάλι φορέας ανάπτυξης και διάδοσης του ελληνικού brand name.
Να αποκτήσουμε κουλτούρα κρασιού
Οπως δηλώνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, Αγγελος Ρουβάλης, η δυναμική του ελληνικού κρασιού είναι μεγάλη και «πρέπει να γίνουν συνέργειες με τη γαστρονομία και τον τουρισμό. Να υπάρχει επιμόρφωση ακόμη και με ταχύρυθμα, μικρής διάρκειας σεμινάρια, στα οποία θα συμμετέχουν από τους εστιάτορες μέχρι τους σερβιτόρους, ιδιαίτερα σε τουριστικά μέρη, ώστε να μπορούν να ενημερώνουν τον πελάτη για το κρασί, την ιστορία του, τον τοπικό πολιτισμό».
«Ενώ η Ελλάδα έχει ιστορία χιλιάδων χρόνων στο κρασί, δεν έχουμε ακόμη “κουλτούρα κρασιού”, όπως έχουν στη Γαλλία. Χρειάζεται πολιτική ενημέρωσης και εκπαίδευσης του καταναλωτή», τονίζει από την πλευρά του ο δρ. Ταταρίδης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Πτυχιούχων Οινολόγων , και προσθέτει: «Κάνουμε προσπάθειες ως ΠΑΝΕΠΟ για ενημέρωση και συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση των μελών μας και των στελεχών του κλάδου με εξειδικευμένα σεμινάρια. Και το τμήμα οινολογίας στα ΤΕΙ της Αθήνας διοργανώνει τακτικά ημερίδες».
Κρασί εξαιρετικής ποιότητας αλλά και προβλήματα στην παραγωγή
Αναφορικά με την ποιότητα το πρόβλημα είναι μικρότερο καθώς τα οινοποιεία και οι οινολόγοι στην Ελλάδα, που έχουν αγγίξει διεθνή πρότυπα, μπορούν να μειώνουν στο ελάχιστο τα προβλήματα που επηρεάζουν την ποιότητα. Όμως, υπάρχει μόνιμη πτωτική τάση στην παραγωγή, καθώς μειώνεται ο ελληνικός αμπελώνας. Από τα περίπου ένα εκατομμύριο στρέμματα το 1980, σήμερα η έκταση των αμπελώνων έχει μειωθεί στα 670 χιλιάδες στρέμματα.
Σύμφωνα με τον κ. Ρούβαλη λόγω της μείωσης του ελληνικού αμπελώνα η παραγωγή κρασιού είναι ελλειμματική. «Η προβλεπόμενη παραγωγή για το 2014 είναι 290 χιλιάδες τόνοι, ενώ πριν από κάποια χρόνια άγγιζε τους 600 χιλιάδες τόνους. Η μείωση είναι φοβερή. Με τους ρυθμούς αυτούς, σε μερικά χρόνια ούτε εξαγωγές θα μπορούμε να κάνουμε, ούτε και να καλύψουμε την εσωτερική ζήτηση».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφασίσει μετά το 2015 να απελευθερωθούν οι φυτεύσεις, κάτι που σήμερα απαγορεύεται. Σύμφωνα με τον κ. Ρούβαλη η Ελλάδα τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης. «Είναι σοβαρό λάθος να εμποδίζουμε τις φυτεύσεις. Οι αγροτοσυντεχνίες υποστηρίζουν ότι αν φυτευτούν και άλλα αμπέλια θα μειωθεί η τιμή του σταφυλιού. Όμως, η τιμή των σταφυλιών καθορίζεται από το διεθνή ανταγωνισμό. Επίσης, αν δεν έχουμε σταφύλια θα αναγκαστούμε να εισάγουμε», λέει.
Τα προβλήματα του κλάδου, όπως τονίζει, είναι σοβαρά και «συνήθως το αρμόδιο υπουργείο είναι αιχμάλωτο των αγροτοσυντεχνιών». Εκτός από το θέμα της φύτευσης νέων αμπελιών, υπάρχει το πρόβλημα του μικρού κλήρου. «Ο μέσος όρος του αμπελώνα στην Ελλάδα είναι 5-6 στρέμματα, σαν ένας μικρός κήπος. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Επίσης, δεν υπάρχουν κανόνες προστασίας της γεωργικής γης όπως σε άλλα κράτη».
Σημαντικός είναι για τον κ. Ρούβαλη, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου στον κλάδο του κρασιού. «Η Ελλάδα είναι πίσω στο συγκεκριμένο θέμα», λέει και προσθέτει: «Θα μπορούσαν να υπάρχουν τοπικά συμβούλια στις αμπελουργικές ζώνες για να ενημερώνουν τους αμπελουργούς για τις εξελίξεις στον κλάδο, να ελέγχουν, να προστατεύουν το προϊόν από απομιμήσεις, να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα. Δεν αρκεί ένα υπουργείο και ένας υπάλληλος να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα».
Για την ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας κάνει λόγο και ο δρ. Ταταρίδης. Επίσης, αναφέρεται στην ανάγκη για μία «συντεταγμένη προσπάθεια, ώστε οι αμπελουργοί και οι οινοποιοί να επενδύουν όχι μόνο σε εξοπλισμό, όπως έκαναν τις περασμένες δεκαετίες, αλλά και σε γνώσεις, να συνεργαστούν με οινολόγους για να βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος και να το διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα. Να αφιερωθούν κονδύλια και σε εξειδικευμένους γεωπόνους στην αμπελουργία. Οι γεωπόνοι αυτοί είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο που χάνεται στην Ελλάδα, γιατί δεν βρίσκουν δουλειά και απομακρύνονται από το αμπέλι».
Μάλιστα, όπως παρατηρεί, οι γηγενείς ποικιλίες, καλλιεργούνται πια και στο εξωτερικό, σε Αυστραλία, ΗΠΑ, Ισπανία, Γαλλία, σε χώρες που είναι κυρίαρχες στο χώρο του κρασιού, οι οποίες επιλέγουν και φυτεύουν ελληνικές ποικιλίες γιατί δίνουν οίνους εξαιρετικής ποιότητας, νέους χαρακτήρες και νέες γεύσεις. «Αν δεν αναδείξουμε εμείς τις δικές μας ποικιλίες, οι χώρες αυτές θα το κάνουν πρώτες. Πρέπει να επενδύσουμε στη μελέτη και την επιστημονική τεκμηρίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ελληνικών ποικιλιών και των οίνων τους», τονίζει.
Προσθέτει δε ότι ο εξειδικευμένος γεωπόνος στην αμπελουργία δεν πρέπει να φεύγει από την πρωτογενή παραγωγή και να πηγαίνει στη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών εφοδίων και οι οινοποιοί δεν θα πρέπει να φτιάχνουν κρασί με συνταγή αλλά ν’ αξιοποιούν τη γνώση των οινολόγων. Συγχρόνως, πρέπει να στηριχθεί ο αμπελουργός για να έχει ένα καλό εισόδημα και να συνεχίσει να καλλιεργεί το σταφύλι. Πρέπει να αυξηθεί ο μέσος όρος του κλήρου για να είναι βιώσιμος. Θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα για φυτεύσεις νέων αμπελιών ή ένα ευέλικτο σύστημα για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων φύτευσης.
Αγορά του οίνου και εξαγωγές
Αναφερόμενος στη δυναμική της αγοράς του οίνου ο κ. Ρούβαλης περιγράφει πως η παγκόσμια αγορά του κρασιού είναι σε συνεχή άνοδο. «Μπορεί να μειώνεται η κατανάλωση στις παραδοσιακές αγορές, τα οινοπαραγωγικά κράτη, αλλά έχει αυξηθεί η παγκόσμια κατανάλωση. Το κρασί ως προϊόν έχει ενδιαφέρον» λέει και προσθέτει: «υπάρχει σταθερή άνοδος σε κράτη όπως: Γερμανία, Αγγλία, βόρεια Αμερική και Καναδά. Ο κόσμος επιλέγει το κρασί ως ποτό. Δοκιμάζει κρασιά. Θεωρείται πιο υγιεινό, ένα σύγχρονο προϊόν. Σε όλη αυτή την κατάσταση που διαμορφώνεται, είναι ωραία η συγκυρία για το ελληνικό κρασί που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να προχωρήσει. Η Ελλάδα έχει εξάλλου ποικιλίες σταφυλιού που δεν είχαν εμφανιστεί στο παγκόσμιο στερέωμα».
«Τα ελληνικά κρασιά έχουν ανέβει πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια» υπογραμμίζει ο δρ. Ταταρίδης. «Έχουν μεγάλες επιτυχίες παγκοσμίως όσον αφορά την ποιότητά τους, ως χώρα δεν έχουμε όμως, μεγάλες ποσότητες παραγωγής. Επίσης, μας λείπει η στρατηγική να αναπτύξουμε τα πολύ “μεγάλα” κρασιά, τα οποία προς το παρόν έχουν υψηλό κόστος και παράγονται σε μικρές ποσότητες». Αναφορικά με την τιμή του ελληνικού κρασιού, εκτιμά πως «ίσως η κρίση βοήθησε προς την κατεύθυνση της εκλογίκευσης των τιμών στην ελληνική αγορά. Τα οινοποιεία ακολουθούν μια συντηρητική τιμολογιακή πολιτική γιατί ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος και έπρεπε να υπάρξει ισορροπία στην αγορά».
Το ταξίδι του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό χαρακτηρίζεται μέχρι στιγμής, πάντως, επιτυχές. Σύμφωνα με τον κ. Ρούβαλη, στη βόρεια Αμερική, υπάρχει σχεδόν διπλασιασμός των εξαγωγών σε αξία από το 2001 έως το 2012, στον Καναδά υπάρχει αύξηση των εξαγωγών σε αξία της τάξης του 25% από το 2010 έως το 2013. Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, επόμενος στόχος του ΣΕΟ είναι η ευρωπαϊκή αγορά. «Στη Γερμανία, που παραμένει πρώτη σε εισαγωγές σε όγκο ελληνικών κρασιών, δεν μας γνωρίζουν ως ποιοτικά κρασιά. Μας ξέρουν σαν ρετσίνα, σαν ημίγλυκα κρασιά. Είναι μεγάλη αγορά και είναι ο επόμενος στόχος μας, ώστε να αλλάξουμε την εικόνα του ελληνικού κρασιού για τον Γερμανό οινόφιλο».
«Ως χώρα έχουμε μικρές εξαγωγές για διάφορους λόγους και εξαιτίας της χαμηλής ποσότητας παραγωγής. Στο εξωτερικό θέλουμε να γνωρίζουν, όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά και ο μέσος καταναλωτής, τις ελληνικές ποικιλίες, το αγιωργίτικο, το ξινόμαυρο, το ασύρτικο, το μοσχοφίλερο και τις άλλες γηγενείς μας ποικιλίες, αλλά και τα γλυκά μας κρασιά, το βινσάντο, τη μαυροδάφνη, το παγκοσμίως φημισμένο σαμιώτικο. Τώρα, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στις αγορές των τρίτων χωρών, αλλά και της Ευρώπης» αναφέρει ο δρ. Ταταρίδης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ