Στον απόηχο της τηλεδιάσκεψης με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, o πρόεδρος της Τουρκίας συνεχίζει να διαπραγματεύεται με τους Ευρωπαίους για τα ελληνοτουρκικά με όπλο το προσφυγικό – Πως θα λειτουργήσει ο αμερικανικός παράγοντας
Για τις 21 Ιανουαρίου – μία ημέρα μετά από την ορκωμοσία Μπάιντεν – το Νο1 της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο κ. Ζοζέπ Μπορέλ, πρόκειται να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Ο κ. Μπορέλ, ο οποίος συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη του Σαββάτου μεταξύ της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε λίγο αργότερα ότι «ανυπομονεί» για αυτή την συνάντηση, στον απόηχο των δηλώσεων Τσαβούσογλου περί «νέας σελίδας» στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας.
Όπως είναι γνωστό, στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, ο κ. Μπορέλ ανέλαβε να συντάξει μία Έκθεση για την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων – η οποία ασφαλώς θα έχει να κάνει και με την καταγγελλόμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο συνεχή παραβίαση του διεθνούς δικαίου στην ανατολική Μεσόγειο ,από την πλευρά της Τουρκίας.
Παράλληλα, προαναγγέλλεται με όλους τους τρόπους από την Άγκυρα ότι δεν θα αργήσει ο καθορισμός ημερομηνίας για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, την ίδια στιγμή που η νέα τουρκοκυπριακή ηγεσία , υπό τον κ. Τατάρ , προωθεί πλέον χωρίς προσχήματα την «λύση» της διχοτόμησης για το κυπριακό.
Η Τουρκία διαπραγματεύεται πλέον σε πολλά επίπεδα με την Ευρωπαϊκή Ένωση: επιστρατεύει και πάλι το «όπλο» του προσφυγικού , επιδιώκοντας ακόμα περισσότερα χρήματα από την Ένωση, ενώ επιχειρεί να κλείσει ή – έστω – να απενεργοποιήσει μέτωπα, όπως αυτό με τη Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, η Άγκυρα επιστρέφει στην γραμμή της διγλωσσίας , μιλώντας συνεχώς για την ανάγκη διαλόγου με την Ελλάδα, αλλά επιμένοντας παράλληλα σε κατηγορίες όπως εκείνες που εκστόμισε ο Ταγίπ Ερντογάν στην τηλεδιάσκεψη με την πρόεδρο της Κομισιόν, όταν έκανε λόγο για «καπρίτσια» κάποιων χωρών (σ.σ της Ελλάδας και της Κύπρου) που αδικούν την Τουρκία.
Το γεγονός ότι η κα φον ντερ Λάιεν έκανε λόγο για «καλή ανταλλαγή απόψεων» με τον Ερντογάν αμέσως μετά από την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης, ασφαλώς δεν σημαίνει και πολλά: για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης , το πρόβλημα «Τουρκία» έχει πολλές και διαφορετικές όψεις – μιας και εμπλέκονται τα συμφέροντα μίας σειράς κρατών – μελών με πρώτη την Γερμανία – ωστόσο, είναι δεδομένο ότι μέσα σε όλα, θα επιχειρηθεί η μείωση της έντασης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας μέσω ενός διαλόγου.
Το πρόβλημα για την χώρα μας ήταν – και παραμένει – η ατζέντα αυτού του διαλόγου. Από την στιγμή που η Άγκυρα εγκατέλειψε – έστω και προσωρινά – την πολιτική των «ερευνών» στην ανατολική Μεσόγειο με το Oruc Reis, θεωρεί ότι μπορεί να έχει το «πάνω χέρι» στον καθορισμό του πλαισίου των διερευνητικών επαφών, προκειμένου να θέσει ευθέως τις εφ’ όλης της ύλης απαιτήσεις της. Εν ολίγοις, η Άγκυρα θεωρεί ότι με την απόσυρση του Oruc Reis δίνει στους Ευρωπαίους άλλοθι ώστε να πιέσουν την Ελλάδα να αποδεχθεί έναν γενικευμένο διάλογο, μέσω του οποίου η Τουρκία θα έχει να κερδίσει πολύ περισσότερα σε σχέση με την Ελλάδα.
Επίσης, οι δηλώσεις των Ευρωπαίων παραγόντων δίνουν την αίσθηση ότι το «όπλο» της επέκτασης των κυρώσεων προς την Τουρκία μάλλον φεύγει από το τραπέζι, από την στιγμή που η Τουρκία «δεν προσθέτει ένταση» στην ανατολική Μεσόγειο, πράγμα που ανοίγει την όρεξη του κ. Ερντογάν στα ελληνοτουρκικά.
Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστική θα είναι η σημασία της πολιτικής που θα επιλέξει ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Τουρκία: είναι προφανές ότι για την αμερικανική εξωτερική πολιτική – που εκτιμάται ότι θα επιστρέψει σε καθεστώς «κανονικότητας», μακριά από τον απομονωτισμό του Ντόναλντ Τραμπ, θα μετρήσουν πολλοί παράγοντες σε σχέση με την Τουρκία: για παράδειγμα, η πρόσφατη έξοδος από την απομόνωση του Κατάρ, με την διακοπή του αποκλεισμού από τις υπόλοιπες χώρες του Κόλπου, που έγινε πραγματικότητα μετά από πίεση των ΗΠΑ, δίνει στην Τουρκία ένα «όπλο» για την μείωση της έντασης με τις δυνάμεις της περιοχής που έχουν ως Νο1 αντίπαλο το Ιράν.