Μία νέα αρχή, και όχι το τέλος, των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις αποτέλεσε η χθεσινή πρεμιέρα μειώσεων έως 22% σε βάρος των συνταξιούχων του Δημοσίου, αλλά και εκείνων που θα αφορούν στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα από 2 Σεπτεμβρίου. Και αυτό, γιατί ο ασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου – που ψηφίστηκε στις 8.5.2016 και με βάση τον οποίο “τρέχουν” οι προαναφερθείσες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις – προβλέπει έναν μηχανισμό διαρκών παρεμβάσεων σε βάρος 1,2 εκατομμυρίου επικουρικών συντάξεων, τις οποίες λαμβάνει περίπου το 45% των συνταξιούχων της χώρας.
“Αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης”
Όπως αναφέρεται, επί λέξει, στον νόμο Κατρούγκαλου, “σε περίπτωση ελλειμμάτων λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης, ο οποίος αποκλείει απολύτως κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων”. Ωστόσο, αμέσως παρακάτω, ο ίδιος νόμος θέτει μία ρήτρα για το πότε αναπροσαρμόζονται οισυντάξεις, διευκρινίζοντας πως “κατά τη χρονική περίοδο αυξημένων εισφορών (σ.σ. 2016 -19 και 2019-2022 κατά την οποία θα ισχύει η αύξηση 1% και 0,5% αντίστοιχα), οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται στην περίπτωση που, εάν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα του Ταμείου, το αποτέλεσμα είναι είτε αρνητικό είτε μικρότερο από το 0,5% των εισφορών,λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης”. Συνεπώς, αν η διαφορά εξόδων – εσόδων το 2016 είναι θετική (δηλαδή αν τα έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα) ή μεγαλύτερη του 0,5%, οι επικουρικές συντάξεις μπορεί να αναπροσαρμοστούν το 2017.
Μόνο μετά το 2022 δεν θα επιτρέπεται καμία αναπροσαρμογή των συντάξεων, καθώς – αν χρειαστεί – θα γίνεται χρήση της περιουσίας του κλάδου επικουρικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, ο νόμος Κατρούγκαλου αναφέρεται πως “μετά την προαναφερόμενη περίοδο (2016 -2022), οι συντάξεις δεν θα αναπροσαρμόζονται σε περίπτωση που αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα θα προκύπτει αρνητικό. Περαιτέρω της προαναφερόμενης διαδικασίας και μόνο στην περίπτωση δημιουργίας ελλειμμάτων, θα γίνεται χρήση περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου της Επικουρικής ασφάλισης”.
“Κλειδί” των παραπέρα μειώσεων η “προσωπική διαφορά”
Ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει, επίσης, τον μοχλό αυτής της αναπροσαρμογής που δεν είναι άλλος από τη διαμόρφωση της “προσωπικής διαφοράς”, έπειτα από τον επαναϋπολογισμό των επικουρικών συντάξεων.
O επαναϋπολογισμός αυτός – ο οποίος ξεκίνησε, για πρώτη φορά, φέτος, φέρνοντας περικοπές σε 25.000 επικουρικές συντάξεις χθες και σε άλλες 200.000 συντάξεις τον ερχόμενο Σεπτέμβριο – θα γίνεται κάθε χρόνο με βάση τα δημογραφικά δεδομένα και το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές (δηλ. το οποίο καθορίζεται εν τέλει με τη πορεία των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές).
– Αν μετά τον επαναϋπολογισμό της, μία επικουρική σύνταξη μαζί με την αντίστοιχη κύρια σύνταξη ξεπερνά, αθροιστικά, τα 1.300 ευρώ, τότε η επικουρική σύνταξη αναπροσαρμόζεται προς τα κάτω, κοινώς δηλαδή μειώνεται.
– Αν, όμως, όπως αποσαφηνίζεται στην πρόσφατη υπουργική απόφαση, “το άθροισμα κύριων και επικουρικών ήδη καταβαλλόμενων (μέχρι και τις 12.5.2016) συντάξεων είναι μικρότερο ή ίσο των 1.300 ευρώ, η διαφορά μεταξύ της καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης και της επανυπολογισθείσας, διατηρείται ως προσωπική διαφορά ανά συνταξιούχο.
Παρακάτω η ίδια υπουργική απόφαση τονίζει ότι “σε κάθε περίπτωση η αναπροσαρμογή της επικουρικής σύνταξης εφαρμόζεται σε τέτοιο ύψος, ώστε να διασφαλίζεται ότι το άθροισμα κύριας και καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου να μην υπολείπεται του ποσού των 1.300 ευρώ. Η διαφορά μεταξύ του επανυπολογισμένου ποσού επικουρικής σύνταξης και του ποσού της σύνταξης που τελικά καταβάλλεται, διατηρείται ως προσωπική διαφορά ανά συνταξιούχο, η οποία αποσβέννυται σταδιακά σύμφωνα με την ετήσια αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων”.
Σύμφωνα με ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης, η “απόσβεση” της “προσωπικής διαφοράς” των συντάξεων που αθροιστικά βρίσκονται κάτω από τα 1.300 ευρώ θα γίνεται εφ’όσον θα πρέπει να αυξηθούν οι επικουρικές συντάξεις ( στο σενάριο που δημογραφικά δεδομένα και έσοδα από εισφορές βαίνουν θετικά). Με άλλα λόγια, η “προσωπική διαφορά” αυτή θα διατηρείται ανά έτος, συμψηφιζόμενη με τις αυξήσεις τις οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να λάβουν οι επικουρικές συντάξεις σε περίπτωση αύξησης των εισφορών σε σημείο τέτοιο που ξεπερνιέται το έλλειμμα του ΕΤΕΑ. Δηλαδή, αντί να δοθούν αυξήσεις πχ το 2017 (σε περίπτωση που σημειώνεται υπέρβαση των εσόδων έναντι των εξόδων του ΕΤΕΑ), θα διατηρούνται οι επικουρικές συντάξεις αυτές στο επίπεδο του 2016.
Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση που δεν βαίνουν θετικά δημογραφικά δεδομένα και εισφορές, η απόσβεση της “προσωπικής διαφοράς” θα είναι προφανώς αρνητική και έτσι, θα πρέπει να μειωθούν οι επικουρικές συντάξεις.