Την εκτίμηση ότι με την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, περίπου 25 δισ. ευρώ καταθέσεις μπορούν και πρέπει να επιστρέψουν εντός της επόμενης διετίας στο τραπεζικό σύστημα, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη ρευστότητα και την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει την οικονομία, διατύπωσε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εurobank, Θεόδωρος Καλαντώνης, μιλώντας σε εκδήλωση της ΕΣΕΕ.
«Η επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που, μόλις ολοκληρώθηκε, θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, δεδομένου ότι απομακρύνθηκε οριστικά ο κίνδυνος κουρέματος των καταθέσεων. Όμως, αυτό δεν αρκεί. Για να επιταχυνθεί η αύξηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, είναι επιτακτική ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα στην επόμενη φάση χαλάρωσης των capital controls, ξεκινώντας από την πλήρη απελευθέρωση των χρημάτων που, από τα σπίτια και τις θυρίδες, επιστρέφουν ξανά στο τραπεζικό σύστημα.
Αυτό σημαίνει ότι το χαρτονόμισμα που επιστρέφει στο τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερο, να μην υπόκειται, δηλαδή, στους περιορισμούς των capital controls. Με άλλα λόγια, ο πελάτης θα μπορεί να ξαναπάρει σε χαρτονόμισμα οποιαδήποτε στιγμή το ποσό που καταθέτει, να το στείλει με έμβασμα στο εξωτερικό ή να κάνει πληρωμές στο εξωτερικό» επισήμανε ο κ. Καλαντώνης.
«Είναι προφανές, επίσης, ότι όσο βελτιώνεται η ρευστότητα των τραπεζών, τόσο θα ενισχύεται και η δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν εκ νέου τις επιχειρήσεις και την οικονομία» προσέθεσε.
«Με τη βελτίωση του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος, εκτιμούμε ότι από το β’ τρίμηνο του 2016 θα επανακάμψει και η ζήτηση για νέες χρηματοδοτήσεις» είπε ο κ. Καλαντώνης, επισημαίνοντας ότι η Eurobank θα βοηθήσει εκεί που χρειάζεται, ιδιαίτερα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που επηρεάζονται περισσότερο από τα capital controls, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης ή δραστηριότητες στο εξωτερικό, όπως οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
«Η θετική έκβαση της πρώτης αξιολόγησης και η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους εταίρους μας, καθώς και η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση και των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, με συνολικά κεφάλαια ύψους 14,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 5,4 δισ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές, δημιουργούν συνθήκες για τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των αγορών στην προοπτική της χώρας και τη φερεγγυότητα του τραπεζικού μας συστήματος. Πλέον, και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν υπερεπάρκεια κεφαλαίων, καθώς και πολύ υψηλό ποσοστό προβλέψεων έναντι των επισφαλών απαιτήσεων» είπε, επίσης.
Αναφερόμενος στο επίκαιρο θέμα των κόκκινων δανείων, είπε ότι είναι γεγονός ότι η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Το συνολικό ύψος των πάσης φύσεως μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, (επί συνόλου 206 δισ. ευρώ δανείων) ή ποσοστό 55% του ΑΕΠ. «Ωστόσο, παρά την αρνητική επίδραση και τη δυσλειτουργία που προκάλεσαν τα capital controls, ο ρυθμός αύξησης των επισφαλών δανείων δεν φαίνεται να επηρεάστηκε, όσο αναμενόταν» ανέφερε και προσέθεσε:
«Όσον αφορά στα δάνεια προς επιχειρήσεις, έχουμε δει ήδη την κορυφή του παγόβουνου. Ο ρυθμός σχηματισμού νέων καθυστερήσεων άνω των 90 ημερών ήδη κινείται σε μηδενικά ή και αρνητικά ποσοστά.
Στο χώρο των ιδιωτών οι καθυστερήσεις συνεχίζουν μεν να αυξάνονται, αλλά με μειούμενο ρυθμό. Εκτιμούμε ότι το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών θα φτάσει το μέγιστο σημείο του το καλοκαίρι του 2016, οπότε και θα σταθεροποιηθεί, πριν ξεκινήσει η σταδιακή αποκλιμάκωσή του αργότερα.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πάντως, ότι αυτή η βελτίωση στο ρυθμό αύξησης των καθυστερήσεων, οφείλεται και στην υπεύθυνη στάση αρκετών οφειλετών, οι οποίοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα με πνεύμα συνεργασίας επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών. Σε μια αγορά που έχει ξεπεράσει προ πολλού τις αντοχές της, η συνεργασία μας αποτελεί επιτακτική ανάγκη και οφείλουμε όλοι να προσπαθήσουμε, ώστε να αποφευχθεί η άδικη εξομοίωση εκείνων που αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα από τους “επαγγελματίες κακοπληρωτές”. Μόνο έτσι θα δοθεί μια ουσιαστική ευκαιρία στις επιχειρήσεις εκείνες που μπορούν και πρέπει να προχωρήσουν σε αναγκαίες διαρθρωτικές κινήσεις».