Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι “η λήξη συμβάσεως εργασίας μετά την άρνηση του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή και ουσιώδη μεταβολή εις βάρος του των ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως συνιστά απόλυση κατά την έννοια της κοινοτικής οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις”.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που κλήθηκε να τοποθετηθεί επί μιας ισπανικής υποθέσεως, επισημαίνει ότι αν γινόταν δεκτό ότι η μη αποδοχή από τον εργαζόμενο μειώσεως αποδοχών δεν εμπίπτει στην έννοια της απολύσεως, τούτο θα περιόριζε την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας και θα υπονόμευε την προστασία των εργαζομένων.
Η υπόθεση έφθασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή τον Σεπτέμβριο του 2013, η εταιρία Gestora Clubs Dir, που απασχολούσε 126 εργαζόμενους, προέβη σε 10 ατομικές απολύσεις. Μεταξύ των λήξεων αυτών περιλαμβανόταν η λήξη της συμβάσεως μιας εργαζομένης η οποία συμφώνησε σε λύση της, αφού ενημερώθηκε για τη μεταβολή των όρων εργασίας της (συνιστάμενη σε μείωση των τακτικών αποδοχών της κατά 25 %, για τους ίδιους αντικειμενικούς λόγους με αυτούς που προβλήθηκαν για τις λοιπές απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν).
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη ουσιώδης μεταβολή, μονομερώς και εις βάρος του εργαζομένου, ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως εργασίας του εργαζομένου αυτού για λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπό του εμπίπτει στην έννοια «απόλυση» κατά την οδηγία. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το χαρακτηριστικό των απολύσεων είναι η έλλειψη συναίνεσης του εργαζομένου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, η λήξη της συμβάσεως εργασίας της εργαζομένης η οποία συμφώνησε στη λύση αυτής οφείλεται στη μονομερή μεταβολή εκ μέρους εργοδότη ενός ουσιώδους στοιχείου της συμβάσεως εργασίας, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο της εν λόγω εργαζομένης. Επομένως η λήξη αυτή συνιστά απόλυση.