Ψηφιοποίηση της διακυβέρνησης στα κράτη – μέλη της ΕΕ, ενεργειακή κρίση, μετανάστευση, διεθνές εμπόριο και κλιματική αλλαγή στην επίσημη ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που ξεκινάει απόψε 21 Οκτωβρίου
Η σημερινή Συνοδός Κορυφής ενδέχεται να είναι η τελευταία της Καγκελαρίου ‘Ανγκελα Μέρκελ, η οποία μετά από 16 χρόνια στην ηγεσία της Γερμανίας και με συμμετοχή σε περισσότερα από 100 Ευρωπαϊκά Συμβούλια, άτυπα ή μη, αποχωρεί από την ενεργό πολιτική. Και παρόλο που η ικανότητητά της να (μην) λαμβάνει αποφάσεις, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν αναντίρρητα μοναδική, το ζήτημα της Πολωνίας θα απασχολήσει τους 27.
Τι συνέβη με την Πολωνία
Το 2019 η συντηρητική κυβέρνηση στην Πολωνία έχασε μια μεγάλη μάχη στην αντιπαράθεσή της με την Κομισιόν όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δικαιοσύνης, καθώς η Βαρσοβία προσπάθησε, σύμφωνα πάντα με την ΕΕ, να ακυρώσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με την κυβέρνηση της χώρας να προσπαθεί να θέσει υπό αυστηρό πολιτικό έλεγχο τα πολωνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε πως οι «μεταρρυθμίσεις» που εφήρμοσε η Πολωνία δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Ωστόσο η Βαρσοβία αποφάσισε να αντεπιτεθεί. Με ετυμηγορία του το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, υπό την προεδρία της Γιούλια Πζελέμπσκα, η οποία θεωρείται έμπιστη συνεργάτις του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος απεφάνθη ότι «η απόπειρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να αναμειχθεί στην πολωνική δικαιοσύνη παραβιάζει (…) τους κανόνες της υπεροχής του Συντάγματος και της εθνικής ακεραιότητας, η οποία παραμένει ανέγγιχτη στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Η εν λόγω απόφαση προκάλεσε την, χαλαρή (προς το παρόν) αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την πρόεδρο Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να δηλώνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο , παρουσία του πρωθυπουργού της Πολωνίας Ματέους Μοραβιέτσκι, ότι δεν πρόκειται να αφήσει να τεθούν σε κίνδυνο οι κοινές ευρωπαϊκές αξίες και να αμφισβητηθεί η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, ήτοι η Γερμανία και η Γαλλία, δεν θέλησαν αρχικώς να ρίξουν άλλο λάδι στη φωτιά. Στο Συμβούλιο Γενικών υποθέσεων της ΕΕ, μόνο οι χώρες της BENELUX, (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) έθεσαν το ζήτημα του κράτους δικαίου στην Πολωνία και της διάκρισης των εξουσιών, στην κορυφή της ατζέντας, χωρίς να βρίσκουν την ίδια ανταπόκριση από τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως είχε συμβεί τον περασμένο Ιούλιο με αφορμή τον αντι-ΛΟΑΤΚΙ νόμο της Ουγγαρίας.
Ωστόσο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Βέλγιο, πέτυχαν, παρά τις επιφυλάξεις Γαλλίας και Γερμανίας (αλλά και πολλών άλλων κρατών – μελών της ΕΕ), να συμπεριληφθεί στην επίσημη πρόσκληση που απέστειλε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ στους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος Σαρλ Μισέλ στην πρόσκληση που απέστειλε στους 27: «Κατά την πρώτη μας συνεδρία, θα ασχοληθούμε με την τρέχουσα αύξηση των τιμών της ενέργειας {…} Θα συζητήσουμε επίσης την τρέχουσα κατάσταση του COVID-19 {…} Θα αναφερθούμε επίσης στις πρόσφατες εξελίξεις που σχετίζονται με το κράτος δικαίου (και) {…κατά τη διάρκεια του δείπνου εργασίας μας θα έχουμε μια συζήτηση για το εμπόριο. Όσον αφορά την παγκόσμια επιρροή της ΕΕ, το εμπόριο παραμένει το πιο αποτελεσματικό μέσο στην εργαλειοθήκη μας}.
Ωστόσο η Βαρσοβία και η κυβέρνηση του Ματέους Μοραβιέτσκι δεν θα σταθεί απλώς στο ζήτημα του κράτους δικαίου και στην στρεβλή αλλά εξαιρετικά δύσκολη συζήτηση για την υπεροχή ή μη του ευρωπαϊκού δικαίου, έναντι του εθνικού δικαίου των κρατών – μελών. Η Πολωνία ζητεί επίσης την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος, το λεγόμενο « Fit for 55», με αφορμή την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, αλλά και την αναθεώρηση του συστήματος εμπορίας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της ΕΕ.
Με τη Γερμανία να βρίσκεται ακόμα στις διαπραγματεύσεις για την μετά Μέρκελ εποχή και τη Γαλλία να έχει ήδη εισέλθει σε μια, εξαιρετικά περίπλοκη προεκλογική περίοδο, όπου η ακροδεξιά της Μαρίν Λε Πεν μπορεί μεν να διασπάται από την πιθανή υποψηφιότητα του Ερίκ Ζεμούρ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποδυναμώνεται, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να βρει τις απαντήσεις σε εξαιρετικά δύσκολα ερωτήματα.