Την ανάγκη να εγκαταλείψει η Ευρώπη τους Έλληνες στη μοίρα τους, εφόσον οι ίδιοι επέλεξαν τη φτώχεια σημειώνει σε ένα ιδιαίτερα σκληρό άρθρο του στους Financial Times ο Francesco Giavazzi, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
«Εδώ και περισσότερα από πέντε χρόνια η Ευρώπη ασχολείται κυρίως με την Ελλάδα αντί να εστιάζει σε άλλα κρίσιμα προβλήματα όπως η ανεργία, το μεταναστευτικό ή η προκλητική στάση του Πούτιν», αναφέρει συγκεκριμένα ο καθηγητής, επισημαίνοντας ότι η μεσογειακή χώρα αντιπροσωπεύει μόλις το 1,8% της οικονομικής παραγωγής της ευρωζώνης.
Μάλιστα παραλληλίζει αυτήν την κατάσταση με το εξής σενάριο: «Φανταστείτε τον Μπαράκ Ομπάμα να συμμετέχει για μήνες ολόκληρους σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις, των οποίων η ατζέντα εστιάζει αποκλειστικά στην πολιτεία του Τενεσί.»
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αυτό ακριβώς κάνουν οι ηγέτες της Ευρώπης. Όπως αναφέρει, σε αυτά τα πέντε χρόνια ο κόσμος έχει αλλάξει, η Κίνα και η Ινδία έχουν μεταμορφωθεί ριζικά, οι Τζιχαντιστές εξελίχθηκαν σε μία νέα και σοβαρή απειλή για τη Δύση και ο ρεβανσισμός του Πούτιν αποτελί επίσης κρίσιμο κίνδυνο.
«Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντί να εστιάζουν στις συνόδους κορυφής στο πώς μπορούν να υπερασπιστούν καλύτερα τα οικονομικά και στρατιωτικά μας συμφέροντα, αναζητούν εναγωνίως λύση για την Ελλάδα», τονίζει ο Giavazzi.
«Μετά από πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων, τα αποτελέσματα είναι ουσιαστικά μηδαμινά», συνεχίζει το δημοσίευμα, εξηγώντας ότι οι λιγοστές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν, όπως μία μικρή μείωση του τεράστιου αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, έχουν πλέον ανατραπεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Έχει γίνει πλέον αρκετά ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες δεν έχουν καμία όρεξη να εκσυγχρονίσουν την κοινωνία τους. Ούτε φαίνεται να τους ανησυχεί ιδιαίτερα η καταστροφή που προκαλούν στην οικονομία τους οι πελατειακές σχέσεις», υπογραμμίζει ο καθηγητής οικονομικών.
Επισημαίνει ωστόσο ότι και οι Ευρωπαίοι έχουν κάνει λάθη σε αυτήν την ιστορία. «Από τότε που η Αθήνα μπήκε στη νομισματική ένωση, έχουμε δανείσει στη χώρα 400 δισ. ευρώ, 1,7 φορές το ΑΕΠ της χώρας το 2013. Έφτασε η στιγμή να δούμε την αλήθεια κατάματα: ποτέ δεν θα πάρουμε πίσω αυτά τα χρήματα. Είναι ψευδαίσθηση να φαντάζεται κανείς, όπως οι Φινλανδοί κατά καιρούς, ότι μπορούμε να λάβουμε κάποιου είδους αποζημίωση, αποκτώντας μερικά ελληνικά νησιά. Η εποχή που η βρετανική αυτοκρατορία θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο έχει ευτυχώς παρέλθει. Περασμένα, ξεχασμένα. Όσο πιο σύντομα το αποδεχθούμε αυτό και ξεχάσουμε αυτά τα δάνεια, τόσο το καλύτερο», εξηγεί ο Giavazzi.
Και προσθέτει: «Αν οι Ελληνες δεν θέλουν να εκσυγχρονιστούν, πρέπει να το αποδεχθούμε. Ψήφισαν με ισχυρή πλειοψηφία μία κυβέρνηση που, έξι μήνες μετά από τις εκλογές, παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής. Αυτή η δημοτικότητα φανερώνει την επιθυμία να διατηρήσουν μία χώρα με κατά κεφαλήν εισόδημα μισό από εκείνο της Ιρλανδίας και ακόμη μικρότερο συγκριτικά με τη Σλοβενία. Σε λίγα χρόνια, θα την ξεπεράσει και η Χιλή. Ελπίζω μόνο ότι κανείς στην Αθήνα δεν ονειρεύεται ότι η χρεοκοπία και το Grexit προσφέρουν έναν εναλλακτικό δρόμο προς την ανάπτυξη.»
Παρά το γεγονός ότι χωρίς οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα θα παραμείνει μία σχετικά φτωχή χώρα, αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, αναφέρει ο αρθρογράφος. «Θα πρέπει ωστόσο να καταστήσει ξεκάθαρο ότι χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις, τελειώνουν τα επίσημα δάνεια. Ο μόνος τρόπος για να δανειστεί η Αθήνα θα είναι να πείσει τις αγορές ότι θα πληρώσει τους λογαριασμούς της. Τέρμα οι εγγυήσεις της ΕΕ, ρητές ή όχι».
Ο Giavazzi προτρέπει τους Ευρωπαίους να αναρωτηθούν αν πράγματι είναι τόσο σημαντικό να κρατήσουν την Ελλάδα στην ΕΕ. Το κριτήριο δεν πρέπει να είναι η προστασία των χρημάτων που δάνεισαν: αυτά έχουν ήδη χαθεί. Ούτε πρέπει να είναι το ρίσκο μετάδοσης της κρίσης, αφού χάρη στις ενέργειες της ΕΚΤ, η νομισματική ένωση δεν κινδυνεύει σήμερα από ένα Grexit.
«Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό πρόβλημα σαν να ήταν απλώς οικονομικό. Αγγίζει την καρδιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό το σχέδιο έχει αναμφίβολα επιταχυνθεί, ως αποτέλεσμα της νομισματικής ένωσης (απλά σκεφτείτε την απόφαση να αφαιρεθεί η εποπτεία των τραπεζών από τον εθνικό έλεγχο). Όμως το ευρώ δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο για περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωση. Μάλιστα, χωρίς αυτήν την ολοκλήρωση, το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει. Και σήμερα η Ελλάδα του στέκεται εμπόδιο,» καταλήγει ο αρθρογράφος.