«Κάθε αδύναμη χώρα που θα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη θα οδηγούσε τώρα στην ισχυροποίηση του ευρώ (…) αλλά θα έπληττε παράλληλα τις εξαγωγές (…) προκαλώντας, βραχυπρόθεσμα, την απόσυρση των επενδυτών από τα γερμανικά ομόλογα.
«Η νέα αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας έχει προφανώς συνειδητοποιήσει ότι το ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις βρίσκεται στην Αθήνα, καθώς η Γερμανία θα έκανε σήμερα τα πάντα για να διατηρήσει την Ευρωζώνη», αναφέρεται σε άρθρο του αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy.
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «η Ευρωζώνη βρίσκεται στο όριο του αποπληθωρισμού εδώ και μήνες, καθώς ακόμη και ο πληθωρισμός της Γερμανίας βρίσκεται κάτω από το όριο του 2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι Γερμανοί τραπεζίτες, ωστόσο, ήταν απολύτως αρνητικοί στη χρήση της χαλάρωσης των πιστώσεων ή άλλων μη συμβατικών νομισματικών εργαλείων για τη δημιουργία πληθωρισμού, υποτίμησης του ευρώ και πιθανώς τη βελτίωση της βραχυπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης».
Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι «αντίθετα, αποφάσισαν ότι οι χώρες που χρειάζονται στήριξη, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να συνεχίσουν τις μαζικές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, εξυπηρετώντας παράλληλα το χρέος, σύμφωνα με τους όρους που θέτουν τα πλουσιότερα κράτη, όπως η Γερμανία. Για την πλειονότητα των οικονομολόγων αυτή ήταν μια αποτυχημένη συνταγή που θα έκανε τον ασθενή να υποφέρει πολύ περισσότερο».
Σύμφωνα με το άρθρο, «οι Γερμανοί, όμως, επέμειναν σε αυτήν, καθώς οι τραπεζίτες του Βερολίνου συνειδητοποίησαν ότι ο πληθωρισμός μείωνε την αξία των καταθέσεων, που διαθέτουν οι πλούσιοι Γερμανοί, ενώ καθιστούσε τις γερμανικές επενδύσεις λιγότερο ελκυστικές στους ξένους. Όσο η Γερμανία συνέχιζε να αναπτύσσεται δεν υπήρχε κανένας λόγος για την άνοδο του πληθωρισμού. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη με χαμηλό πληθωρισμό – και κατ’ επέκταση μικρή αύξηση στους μισθούς– αποτελούσε την τέλεια φόρμουλα, κυρίως για τους κατόχους κεφαλαίων. Οι υπερχρεωμένοι ή οι άνεργοι Γερμανοί θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ένα πιο αδύναμο ευρώ και από μεγαλύτερο πληθωρισμό, όπως και οι Έλληνες, αλλά σίγουρα δεν αποτελούσαν την προτεραιότητα των τραπεζιτών».
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται, επίσης, ότι «η Γερμανία συνέχισε, λοιπόν, να αναπτύσσεται, τουλάχιστον έως τα τέλη του προηγούμενου έτους. Το τρίτο τρίμηνο , ωστόσο, του 2014 η οικονομία της έφτασε στα πρόθυρα της ύφεσης και δεν είναι σύμπτωση ότι όταν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συναντήθηκε τον Ιανουάριο, οι Γερμανοί τραπεζίτες και πολιτικοί υποχώρησαν τελικά ή το λιγότερο απέτυχαν να πείσουν τους συναδέλφους τους για τους κινδύνους του πληθωρισμού. Τώρα, όμως, μία νέα πρόκληση αναδύεται, καθώς η Ελλάδα πιέζει τη Γερμανία να ανοίξει τα χαρτιά της. Πριν από μερικά χρόνια οι Γερμανοί ήθελαν να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη ώστε να εξέλθουν από τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, αλλά το κόστος για τους Έλληνες ήταν η φτωχοποίηση. Η Γερμανία διέθετε τότε την ισχύ στη διαπραγμάτευση. Η νέα αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, ωστόσο, συνειδητοποίησε προφανώς ότι το ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις βρίσκεται στην Αθήνα, καθώς η Γερμανία θα έκανε σήμερα τα πάντα για να παραμείνει στην Ευρωζώνη».
Καταλήγοντας, σημειώνεται ότι «οι Γερμανοί έχουν διαβάσει πληθώρα δημοσιευμάτων που ισχυρίζονται ότι η Αθήνα δεν θα έπρεπε ποτέ να ενταχθεί στην Ευρωζώνη. Οι τραπεζίτες στο Βερολίνο γνωρίζουν, ωστόσο, ότι η κάθε αδύναμη χώρα που θα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη θα οδηγούσε τώρα στην ισχυροποίηση του ευρώ. Αυτό θα οδηγούσε στην άνοδο της αξίας των καταθέσεων των Γερμανών, αλλά θα έπληττε παράλληλα τις εξαγωγές, τις οποίες χρειάζεται σήμερα η Γερμανία περισσότερο από ποτέ. Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με το ευρώ θα προκαλούσε, βραχυπρόθεσμα, την απόσυρση των επενδυτών από τα γερμανικά ομόλογα, οδηγώντας στην πτώση της αξίας τους και στην άνοδο των επιτοκίων. Αυτό θα ήταν ένα διπλό χτύπημα για τον πλούτο και την οικονομική ανάπτυξη».