O Γιάννης Λούλης, από τους «γενάρχες» των δημοσκοπήσεων στη χώρα μας, alter ego του Κ. Καραμανλή, είναι «μυστικοσύμβουλος» του Αλ. Τσίπρα και εμπνευστής της ρεαλιστικής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ; Ο ίδιος τονίζει ότι πλέον δεν δουλεύει επαγγελματικά στην Ελλάδα, αλλά προσθέτει με νόημα: «Οποιος ζητήσει τη γνώμη μου, θα την πω»
Είναι ο Γιάννης Λούλης «μυστικοσύμβουλος» του Αλέξη Τσίπρα; Αποτελεί ο προβεβλημένος επικοινωνιολόγος και πολιτικός strategist το «κρυφό όπλο» που διαθέτει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά του να μετεξελίξει έναν «στρατό ατάκτων» σε κανονικό κόμμα προκειμένου να επιστρέψει στην εξουσία;
Τα προηγούμενα ερωτήματα είναι παλιά. Τόσο παλιά όσο και η πρώτη απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ στις «δίδυμες εκλογές» του 2012 να φλερτάρει με την κυβερνητική πλειοψηφία. Από τότε κυκλοφορεί στα παρασκήνια το μυστήριο για τη σχέση Τσίπρα και Λούλη. Οι φήμες επανήλθαν το 2015, στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εκλογική νίκη. Ξαναγυρίζουν στην επικαιρότητα τώρα, καθώς ορισμένοι δημοσιολόγοι και αναλυτές επιμένουν ότι πίσω από τη ρεαλιστική και κεντρώα μετατόπιση του Αλ. Τσίπρα βρίσκεται ο «γκουρού του μεσαίου χώρου» και της σχολής του «πολιτικού πραγματισμού», ο Γ. Λούλης.
Ποια είναι η απάντηση του ίδιου; Μονότονα η ίδια. Ο Γ. Λούλης επιμένει ότι «στην Ελλάδα επαγγελματικά πλέον έχει σταματήσει να δουλεύει». Οτι έκλεισε τον κύκλο του με τελευταίο σταθμό τη Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή μέχρι το 2009, όταν επισήμως ήταν σύμβουλος στρατηγικής του πρώην πρωθυπουργού.
Επιχειρώντας ένα flashback, η σχέση Καραμανλή – Λούλη ήταν τόσο καθοριστική και για τους δύο που πολλές φορές πέρασε στα όρια της πολιτικής μυθολογίας. Υποστηρίζεται βάσιμα από πολλούς ότι ο τότε πρωθυπουργός δεν κατέληγε σε καμία σημαντική πολιτική απόφαση χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση με τον Γ. Λούλη (και στη συνέχεια βέβαια με τον Θόδωρο Ρουσόπουλο). Ο Γ. Λούλης βρίσκεται πίσω από την «επανατοποθέτηση» της Ν.Δ., από κόμμα της κλασικής Δεξιάς, σε ευρύτερη παράταξη του «μεσαίου χώρου». Αλλωστε ο επικοινωνιολόγος, μέσα από την πολύχρονη πείρα του στις έρευνες κοινής γνώμης και στα περίφημα focus-groups, είχε τη σταθερή γνώμη ότι η Ν.Δ. ήταν από πολλά χρόνια ένα «φθαρμένο προϊόν», μια δύναμη ακινησίας στα όρια της κλασικής Δεξιάς, με ισχνό και χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες πολιτικό προσωπικό. Μέσα από ένα επιστημονικό think tank, το Κέντρο Πολιτικής Ερευνας και Επιμόρφωσης, και στη συνέχεια μέσα από την ανθρώπινη φιλία του με τον Μιλτιάδη Εβερτ, η οποία δεν πήρε μορφή επαγγελματικής συνεργασίας, είχε αποπειραθεί την «επανατοποθέτηση» της Ν.Δ. Απέτυχε, όμως, και την ίδια στιγμή έβλεπε το αντίπαλο κόμμα της Ν.Δ., το τότε κραταιό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη να ανανεώνεται διαρκώς, να μετεξελίσσει τη φυσιογνωμία του ανάλογα με το πνεύμα των καιρών και να διαμορφώνεται σε ένα δυναμικό «κόμμα παντός τύπου», με αποτέλεσμα να κερδίζει τις περισσότερες εκλογικές μάχες της εικοσαετίας 1981-2000.
Ο king-maker
Το πείραμα επαναλήφθηκε και πέτυχε με τον Κ. Καραμανλή, χαρίζοντας τον τίτλο του king-maker στον Γ. Λούλη, που έβλεπε για πρώτη φορά τη Ν.Δ. να αλλάζει, να διευρύνεται και να κυριαρχεί πολιτικά στον πέρα της κλασικής Δεξιάς πολιτικό χώρο. Για να καταλήξει βέβαια στη συνέχεια σε μια αποτυχία, αφού, όπως ο ίδιος ο Γ. Λούλης έχει διαπιστώσει απολογιστικά, ο Κ. Καραμανλής «μόνο επιφανειακά» άλλαξε τη Ν.Δ., δεν τόλμησε να συγκρουστεί μέχρι τέλους με τις παθογένειες και να παραμερίσει τα «βαρίδια».
Εκτοτε η επαγγελματική του διαδρομή εξαντλείται στην Κύπρο όπου δραστηριοποιήθηκε ως σύμβουλος με τρεις Προέδρους της Δημοκρατίας: τον Γλαύκο Κληρίδη, τον Δημήτρη Χριστόφια και τελευταίο τον Νίκο Αναστασιάδη.
Στην Ελλάδα οι δραστηριότητές του εξαντλούνται στο «κράτος του Αλίμου», όπως χαρακτηριστικά τονίζει, γιατί εκεί βρίσκεται το σπίτι του και η «μεγάλη αγαπημένη», η θάλασσα. Μία λεπτομέρεια: o Λούλης, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια, είναι φανατικός χειμερινός κολυμβητής, αλλά την περασμένη Τετάρτη, σε μια Αττική πολικών θερμοκρασιών, δύο φορές την τίμησε, σε πείσμα της «Μήδειας» από την οποία υπέφεραν οι περισσότεροι κάτοικοι της Αττικής.
Ο «προξενητής»
Για να επανέλθουμε στη σχέση Τσίπρα – Λούλη είναι βέβαιο ότι είναι συνομιλητές, αλλά μέχρι εκεί. Μόνιμη και επαγγελματική σχέση δεν υπάρχει. Αλλωστε, όπως συνηθίζει να λέει ο δεύτερος, «αν με πλησιάσει ένας άνθρωπος να ζητήσει τη γνώμη μου, θα τη λέω». Κάπως έτσι τον πλησίασε και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστααυτή η σχέση έχει μια ηλικία που πλησιάζει τη δεκαετία, πηγαίνει πριν από τις εκλογές του 2012. Τον ρόλο του προξενητή παίζει ένα πρόσωπο-έκπληξη: ο Θανάσης Καρτερός, παλιός φίλος του Λούλη και μέντορας του Αλέξη.
Η έκπληξη αφορά την πολιτική προέλευση των προσώπων που συναποτελούν αυτή την περίεργη «τριγωνοποίηση». Τι συνδέει τον Καρτερό, έναν «ούλτρα-αριστερό», με σκληρές ενίοτε θέσεις, με τον Λούλη, έναν επιστήμονα που προέρχεται από τον φιλελευθερισμό και την Κεντροδεξιά και στενό συνεργάτη των περισσότερων αρχηγών της Ν.Δ.; Είναι αρκετά πιθανό η αρχική σχέση να δημιουργήθηκε στον ΣΚΑΪ της δεκαετίας του ’90, μια εποχή που και οι δύο βρίσκονταν πολύ κοντά στον «πατριάρχη» του ομίλου Αριστείδη Αλαφούζο.
Ο Τσίπρας εκτιμά τις απόψεις του Λούλη, τον θεωρεί έναν από τους λίγους στην Ελλάδα «επαγγελματίες της πολιτικής», χωρίς κατ’ ανάγκη να συμμερίζεται πάντοτε τις συμβουλές του. Ενα επιπρόσθετο στοιχείο που διευκόλυνε την προσέγγιση είναι και η παραδοσιακή ανάγνωση του Τσίπρα για τα εσωτερικά της συντηρητικής παράταξης. Τη χωρίζει συνήθως στα τρία: Μια σαμαρική Ν.Δ., στην οποία προσάπτει εθνικιστικά και ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Μια μητσοτακική Ν.Δ., την οποία ταυτίζει με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Τέλος, μια καραμανλική Ν.Δ. με στοιχεία κοινωνικής και «θεσμικής» Δεξιάς, με την οποία από την αρχή έβλεπε δυνατότητες επικοινωνίας. Εξαρχής, λοιπόν, η στενή σχέση του Λούλη με τον Καραμανλή είναι φυσικό να αποτελεί πλεονέκτημα για τον Αλέξη. Ο Λούλης, από την άλλη πλευρά, ήταν από τους πρώτους που ανακάλυψαν και κατέγραψαν ακομπλεξάριστα το «πολιτικό ταλέντο» του Τσίπρα, ακόμη και πριν από τις εκλογές του 2012. Περιέγραφε τη «φρεσκάδα» και τη «διαφορετικότητα» του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που διαπίστωνε ότι «ήταν δύο παρατάξεις σε βαθύτατη παρακμή» και τις χαρακτήριζε με σκληρές εκφράσεις ως «δύο ημιθανή πολιτικά κόμματα, κουρασμένα και φθαρμένα, ακόμη πιο παθογενή απ’ ό,τι πριν από λίγα χρόνια».
Εχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Λούλης εκφράζει μια παράδοξη και αιρετική άποψη για τον Τσίπρα από παλιά, από τον τρόπο που πολιτεύτηκε στις διπλές εκλογές του 2012. Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Τσίπρας σχεδόν συνειδητά ήθελε να τις χάσει. Και γι’ αυτό έκανε περίπου ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να τρομάξει ένα τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου με αμφιλεγόμενες δηλώσεις του τύπου «το ευρώ δεν είναι φετίχ» και να χάσει τις εκλογές. Φοβούμενος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια πανσπερμία που δεν μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα, ενώ και ο ίδιος δεν ένιωθε ασφαλής για το μεγάλο άλμα. Σφάλματα που απέφυγε στον δρόμο για τις νικηφόρες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015.
Για τις τελευταίες εκλογές του 2019, ο Λούλης ήταν βέβαιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τις χάσει και με μεγάλη διαφορά, σε αντίθεση με διάφορους δημοσκόπους και αναλυτές στο περιβάλλον Τσίπρα που έβλεπαν χίμαιρες, πείθοντας ακόμη και τον τότε πρωθυπουργό ότι «οι κάλπες θα έβγαζαν ντέρμπι».
Τι προτείνει τώρα
Στα φουρτουνιασμένα νερά του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ με την εμφανή αγωνία να διατυπωθεί ένα νέο αφήγημα και να βρεθεί ο κατάλληλος αντιπολιτευτικός βηματισμός, οι απόψεις του Λούλη για τον Τσίπρα αποκτούν εκ νέου ενδιαφέρον. Στο αρχειακό ερώτημα «αν μπορεί ο Αλέξης να επιστρέψει», ο έμπειρος αναλυτής συνηθίζει να απαντά με αγγλοσαξονική φλεγματικότητα: «Μερικά από τα πιο έξυπνα μυαλά στην πολιτική αναμετρώνται μ’ αυτό το στοίχημα». Ο Λούλης εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, πέρα από τα άλλα, ένα δομικό πρόβλημα, τον πιο αδύναμο κρίκο που αξιοποιούν διαρκώς οι αντίπαλοί του: ένα έλλειμμα αποτελεσματικότητας και ικανότητας, που φάνηκε ανάγλυφα την περίοδο της διακυβέρνησης. Στο συγκριτικό τεστ, η κυβέρνηση της Ν.Δ. φαίνεται πιο αποτελεσματική, με καλύτερο επαγγελματισμό και πιο σωστή μεθοδολογία. Εξ ου και η μόνιμη επωδός σε κάθε κρίση με αποκορύφωμα τη διαχείριση της πανδημίας: «Φαντάσου να μας κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ…».
Πώς απαντά λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τον Λούλη; Ασφαλώς όχι με αριστερά ιδεολογήματα μιας άλλης εποχής, με γενικόλογες ιδεολογικές μάχες περί προοδευτισμού και συντηρητισμού. Η εποχή απαιτεί «άλλα νοήματα» και κυρίως συγκεκριμένες, επεξεργασμένες προτάσεις για τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. Και επιπλέον, με νέα πρόσωπα που συνδυάζουν την πολιτική ταυτότητα και τον τεχνοκρατισμό, πρόσωπα που δεν είναι βγαλμένα από τον «κομματικό σωλήνα».
Κρύβεται, λοιπόν, ο Λούλης πίσω από τη στροφή του Τσίπρα προς τον ρεαλισμό, το Κέντρο και την Κεντροαριστερά; Παρότι ο ίδιος συστηματικοποίησε για πολλά χρόνια και μέσα από τα βιβλία του τη θεωρία του «μεσαίου χώρου», θεωρεί την ξαφνική μόδα για το «Κέντρο» άλλο ένα ιερό δισκοπότηρο που αποθεώνεται στη χώρα μας και μετά συνήθως εξαφανίζεται.
Ο Λούλης προφανώς διαβάζει τις δημοσκοπήσεις, διαπιστώνει ότι οι περισσότεροι πολίτες αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο, αλλά δίνει αλλού την έμφαση. Επειδή έχουν καταρρεύσει οι έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς, οι περισσότεροι πολίτες επιλέγουν μια τρίτη λύση, την αυτοτοποθέτηση στο Κέντρο. Τα υπόλοιπα μοιάζουν υπερβολές. Μία από τις πιο επικίνδυνες παγίδες για τον Τσίπρα είναι ο εγκλωβισμός στον κομματικό μιρόκοσμο της Κουμουνδούρου. Είναι εσφαλμένη η εσωστρέφεια, η συνεχής ενασχόληση με τους βαρόνους και τους φεουδάρχες του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί δεν αποτελούν σημαντικά πολιτικά μεγέθη, ούτε να τους πετάξει έξω από το κόμμα χρειάζεται, ούτε να μπλέξει σε μάχες συσχετισμών. Το καλύτερο θα ήταν να τους αγνοήσει και να ασχοληθεί με τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Οπως συμβαίνει σε κάθε έμπειρο και «ψυχρό» παρατηρητή, ο Λούλης δεν δυσκολεύεται να διακρίνει ένα από τα πιο αδύναμα σημεία του ΣΥΡΙΖΑ στον τρόπο που «διαβάζει» τη Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη. Μια επιπόλαιη και συχνά υποτιμητική ανάγνωση, η οποία συνήθως κυριαρχεί στους κομματικούς μικρόκοσμους αμέσως μετά από μια εκλογική ήττα. Για τον Λούλη, ο Μητσοτάκης είναι ένας ιδιαίτερα δύσκολος αντίπαλος, καθώς «αποτελεί ό,τι καλύτερο διαθέτει αυτή τη στιγμή η Ν.Δ.».
Επιμονή και συστηματικότητα
Μπορεί να μην του αναγνωρίζει ότι διαθέτει «μεγάλη πολιτική ακτινοβολία», αξιολογεί ότι ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος όταν «οι προσδοκίες ήταν πολύ χαμηλές, άρα εύκολα πέρασε τον πήχυ», αλλά του αποδίδει επιμονή και συστηματικότητα στη δουλειά του και το πλεονέκτημα ότι συγκρότησε μια ηγετική ομάδα στο Μέγαρο Μαξίμου που δουλεύει επαγγελματικά και οργανωμένα.
Ισως γι’ αυτό, ενώ διακρίνει σημάδια φθοράς, αστοχίες και λάθη στην κυβερνητική λειτουργία, δεν εκτιμά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φτάσει σε σημείο καμπής, ούτε έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Σε συνδυασμό με τις δυσκολίες της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιο ρεαλιστικό το σενάριο που προβλέπει στις μεθεπόμενες εκλογές και όχι στις επόμενες οι συνθήκες να είναι ώριμες για μια κυβερνητική αλλαγή.
Μια ενδιαφέρουσα εκτίμηση του Λούλη αφορά έναν κοινό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Μητσοτάκης: Θα κάνουν σοβαρό λάθος αν ο ένας υποτιμήσει τον άλλο. Εχουν και οι δύο δυνάμεις, αλλά έχουν και αδυναμίες. Αρα όποιος υποτιμήσει τον άλλο θα έχει κόστος. Μια ανάλυση «ψυχρή», η οποία όμως στηρίζεται στο τεκμήριο της γνώσης της Πολιτικής Επιστήμης και της πολύχρονης πείρας. Προσόντα που κατέχει ο Γ. Λούλης και μπορεί να διατυπώνει απόψεις σκληρές, ίσως και αντισυμβατικές, με ελευθεροστομία τώρα που απέχει και από το προσκήνιο και από τα παρασκήνια της ενεργής πολιτικής. Ισως γι’ αυτό τον λόγο οι τοποθετήσεις του συχνά προκαλούν αντιδράσεις. Οπως έγινε όταν χαρακτήρισε από την πρώτη εποχή των μνημονίων το ΠΑΣΟΚ «ένα κόμμα τοξικό, χωρίς κανένα πολιτικό μέλλον» και τον Ευάγγελο Βενιζέλο έναν πολιτικό με «υπερμεγέθες εγώ, αλλά με απουσία στρατηγικών ικανοτήτων». Οπως επίσης όταν χαρακτήρισε σχεδόν ακαριαία «πύρρεια» τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές τον Ιούνιο του 2012 και ρίσκαρε την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα αποτελούσε μια «σύντομη παρένθεση» πριν από την επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία στις εκλογές που θα ακολουθούσαν.