Γράφει η Σοφία Λουκέρη
Δεκαετίες τώρα στην Ελληνική πραγματικότητα ζούμε μια έντονη αμφισβήτηση της Νέας Δημοκρατίας από μέρος του πληθυσμού διαφόρων κοινωνικών ομάδων, όπως πχ. των χαμηλομισθωτών, των ανέργων, των δημοσίων υπαλλήλων αλλά ακόμα και της νεολαίας που παρασύρονται από την δήθεν επαναστατική διάθεση της αριστεράς.
Αν αποπειραθούμε να διερευνήσουμε ως ένα βαθμό αυτού του είδους την αμφισβήτηση, θα προβούμε σε κάποιες διαπιστώσεις που κυρίως εστιάζονται στο εξής γεγονός:
Χρόνια τώρα παρατηρούμε την αριστερή προπαγάνδα να εξαπλώνεται σε Λύκεια και Πανεπιστήμια ως δίχτυ με δολώματα την “ψευτο-προοδευτικότητα”, την “ψευτο-κουλτούρα” και την υποτιθέμενη αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας μεταξύ των καλών και εντίμων φτωχών και των κακών και ανέντιμων εχόντων.
Εξαιτίας αυτής της προπαγάνδας που έχει επικρατήσει και έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Ελληνική κοινωνία, στην σύγχρονη ελληνική οικονομική πραγματικότητα έχουμε καταλήξει στην «ποινικοποίηση» της επιχειρηματικότητας και στη δαιμονοποίηση του κέρδους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μερική ή ακόμα και τη πλήρη αναστολή οποιασδήποτε δημιουργικότητας, εξέλιξης και προόδου. Όλα τα παραπάνω με τη σειρά τους έχουν οδηγήσει σε μια πολύ δυσάρεστη αλλά και επικίνδυνη πραγματικότητα, στη φυγή εξαιτίας της απογοήτευσης των ικανών νέων Ελλήνων, δηλαδή στο επονομαζόμενο «brain drain».
Συγκεκριμένα, οι προσοντούχοι νέοι που επιθυμούν να προκόψουν και να εξελιχθούν στην Ελλάδα, τόσο στο επιστημονικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, τελικώς αδυνατούν να το πράξουν στην χώρα τους με αποτέλεσμα να έχουν μεταναστεύσει μαζικά σε άλλες χώρες, προκειμένου να μπορέσουν να κυνηγήσουν και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Στο εξωτερικό τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό και τους υποστηρίζουν, ενώ στην Ελλάδα του κ. Τσίπρα τους απαξιώνουν και τους βάζουν εμπόδια.
Αν θέλουμε να λέμε ότι ανήκουμε στις σύγχρονες δυτικές και εξελιγμένες κοινωνίες, όπου τα δικαιώματα του ανθρώπου και του εργαζόμενου έχουν παγιοποιηθεί στη συνείδηση όλων και είναι νομικά κατοχυρωμένα από το κράτος, δεν επιτρέπεται να ζούμε με τα φαντάσματα του εξ ορισμού κακού επιχειρηματία-πλούσιου που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κερδοσκοπεί εις βάρος του φτωχού εργάτη. Αντίθετα, πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι η παραγωγή πλούτου σε μια χώρα, η οποία παραγωγή προέρχεται από την διανόηση και από τη δύναμη της θέλησης ικανών ανθρώπων, τελικά δεν ωφελεί μόνο τους ίδιους αλλά διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και αυτό θα μπορούσε να καταστεί ιδανικό για τη βελτίωση της οικονομίας μας και τελικά την εξασφάλιση μιας υψηλότερης ποιότητας ζωής για όλους μας, συμπεριλαμβανομένης και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου γενικότερα.
Αυτή ακριβώς η εξασφάλιση της υψηλότερης ποιότητας ζωής σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιχειρηματίας για να επιθυμεί την μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, αλλά αυτή θα πρέπει να καταστεί και απαίτηση των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις αυτές και της κοινωνίας μας γενικότερα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστήμονας-γιατρός για να επιθυμεί το κράτος του να δίνει κίνητρα και να υποστηρίζει την έρευνα για την ανακάλυψη μιας νέας θεραπείας κάποιας ασθένειας, αλλά θα έπρεπε να το επιζητούν εναγωνίως και όλοι όσοι μπορεί κάποια στιγμή να νοσήσουν από αυτή, άπαντες δηλαδή. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τραπεζίτης για να θέλει να έρθουν επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα και να ενισχυθεί η θέση των Ελληνικών τραπεζών, αλλά θα έπρεπε να το επιθυμούν μετ’ επιτάσεως όλοι οι Έλληνες πολίτες που εδώ και χρόνια συνεχώς ανακεφαλαιοποιούν τις τράπεζες μέσω της φορολογίας τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ξενοδόχος για να τον ενδιαφέρει να έρθουν τουρίστες στην Ελλάδα, αλλά θα έπρεπε όλοι να θέλουν να μην «πέφτει καρφίτσα» στα νησιά μας το καλοκαίρι, αλλά και να αυξηθεί ο χειμερινός τουρισμός σε όλη την ελληνική επικράτεια, γιατί αυτό θα σήμαινε νέες μόνιμες θέσεις εργασίας (αντί για εποχιακές) καθώς και τεράστια έσοδα μέσω της φορολογίας για το κράτος. Ακόμη και κύρια και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι θα ευνοηθούν από την εξέλιξη αυτή, καθόσον θα πάψουν να βλέπουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους να εξανεμίζονται για να πληρώνονται υπέρογκα δανεικά που απαιτούνται για να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του κράτους.
Για να μπορέσουμε στην Ελλάδα να γυρίσουμε σελίδα και, επιτέλους, να έρθει αυτή η περιβόητη “ανάπτυξη”, επιβάλλεται όλοι να αντιληφθούμε πως πρέπει να εργαστούμε για αυτόν τον κοινό σκοπό και να σταματήσουμε να τρώμε τις σάρκες μας, κάνοντας δήθεν “επανάσταση” με απεργίες, διαδηλώσεις, πορείες και τέτοιες αριστερές τεμπελο-κουλτουρο-αντιεξουσιαστικο-αντικαπιταλιστικές πρακτικές που συνήθως δεν έχουν ισχυρά και σοβαρά ερείσματα –πέρα του ότι γίνονται για να γίνονται, δηλ. αποτελούν αυτοσκοπό- θέτοντας ως βασική φιλοσοφία τους την ψευδαίσθηση του “λεφτόδεντρου”. Είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει επιτέλους αντιληπτό ότι ο οικονομικός πλούτος πρέπει να παραχθεί για να τον απολαύσουμε καθώς επίσης και ότι, όταν σε μια χώρα ανεβαίνει το ΑΕΠ, δεν ευνοείται μόνο η ελίτ, αλλά το σύνολο της κοινωνίας μας, αφού το κράτος έχει την ευχέρεια να προσφέρει περισσότερους πόρους για παροχές στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην ασφάλεια και η οικονομία να υποστηρίζει περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας για όλους μας.
Αν στην Ελληνική οικονομία θέσουμε εξωστρεφείς βάσεις ανάπτυξης και ξεφύγουμε από την κατάρα της “κατσίκας του γείτονα”, όλοι θα απελευθερωθούμε από την κοινωνική διχόνοια και τον ανούσιο ανταγωνισμό που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Μέσω της υγιούς ανάπτυξης μπορούμε όλοι ανεξαιρέτως να απολαύσουμε ανώτερο επίπεδο ζωής και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να αποδομήσουμε επιτέλους στερεότυπα παρωχημένων αριστερίστικων ψευδοαντιλήψεων του στυλ ότι οι πλούσιοι πλουτίζουν εις βάρος των φτωχότερων. Άλλωστε, η ιστορία έχει καταδείξει ότι η καταπίεση των πιο αδύναμων και η οικονομική εκμετάλλευσή τους από τους ισχυρότερους συντελείται κυρίως σε περιόδους κρίσης και όχι σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, αφού εκεί οι ευκαιρίες αλλά και οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ περισσότερες για όλους.
Τόσα χρόνια, λοιπόν, που οι αριστερές δυνάμεις βρίσκονταν σε χαμηλά ποσοστά και δεν είχαν στα χέρια τους την πρακτική εξουσία της διοίκησης, γιατί προφανώς δεν επιθυμούσαν ή δεν εδύναντο να αναλάβουν αυτήν την ευθύνη και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο περιορίζονταν σε στείρα αντιπολίτευση, βάζοντας μεν εμπόδια, τα οποία εν μέρει μόνο τα ξεπερνούσαμε, γιατί προφανώς και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους ήξεραν ότι αυτά που επικαλούνταν δεν ήταν εφικτά. Δυστυχώς, όμως, λόγω ατυχών συγκυριών τα τελευταία εμπόδια δεν μπορέσαμε να τα υπερκεράσουμε και έτσι βρεθήκαμε με την αριστερά στην εξουσία και ο παραλογισμός έγινε ένα με την πολιτική που ασκείται στη χώρα μας, ενώ η “ανάπτυξη” έγινε ανέκδοτο και η απογοήτευση επικράτησε σε όλον τον πληθυσμό της χώρας.
Κάτω από αυτές τις κρίσιμες συνθήκες, λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί, οφείλει και πρέπει να επιδείξει την σοβαρότητα και την συνέπεια που της αρμόζει ως ιστορικό κόμμα και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με ρεαλιστικές λύσεις που να εδράζονται στην λογική. Ιδεολογικά άλλωστε αυτή πρεσβεύει τόσο την υγιή επιχειρηματικότητα όσο και την οικονομική ανάπτυξη υπό το πρίσμα των σύγχρονων οικονομικών θεωριών που εφαρμόζονται επιτυχώς στις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, μάχεται λαμβάνοντας υπόψη της τα πραγματικά μόνο δεδομένα και προβάλλει λύσεις που είναι εφικτές και συνιστούν την μοναδική διέξοδο που μπορεί να οδηγήσει στην ευημερία, στην παραγωγή πλούτου και στην αντιμετώπιση της φτώχειας που βιώνει η Ελληνική κοινωνία.
Ναι, λοιπόν, στην ελεύθερη αγορά, ναι στις επενδύσεις, ναι στην απλοποίηση των διαδικασιών για την επιχειρηματικότητα.
Κράτος ρυθμιστής και όχι κράτος δυνάστης.
Αναδιανομή μέσω κινήτρων για επενδύσεις και όχι μέσω της αφαίμαξης και ουσιαστικά εξοστρακισμού και εξόντωσης της παραγωγικής Ελλάδας.
sofia@neodimokratis.gr