Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η υλοποίηση του έργου ανάπτυξης ευρυζωνικών υποδομών στις απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας συνολικού προϋπολογισμού 161.077.032 € (χωρίς ΦΠΑ), το οποίο χρηματοδοτείται με τη μορφή Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), από πόρους του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση», του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος «Μακεδονία – Θράκη», του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη της Ελλάδας 2007- 2013» καθώς και από ιδιωτική δαπάνη προερχόμενη από τους αναδόχους του έργου.
Σύμφωνα με την Κοινωνία της Πληροφορίας ΑΕ, το έργο, που ξεκίνησε το 2015 και έχει διετή ορίζοντα ολοκλήρωσης, αποσκοπεί στη μείωση του «ευρυζωνικού χάσματος» μεταξύ των πλέον μειονεκτικών περιοχών της Ελλάδας οι οποίες χαρακτηρίζονται ως λευκές αγροτικές περιοχές και των περιοχών της υπόλοιπης χώρας όπου ήδη προσφέρονται ευρυζωνικές υπηρεσίες. Με την ολοκλήρωση αυτού του έργου θα προσφέρεται γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο στους κατοίκους 5.493 αγροτικών και νησιωτικών περιοχών, όπου μέχρι σήμερα δεν υπήρχε οικονομικό ενδιαφέρον για επένδυση από τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στερώντας έτσι από τους κατοίκους τους τη δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο.
Το έργο κατά την υλοποίηση του παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες εξαιτίας ορισμένων τεχνικών, γεωγραφικών και κοινωνικοοικονομικών λόγων που σχετίζονται άμεσα με το προφίλ των λεγομένων λευκών αγροτικών περιοχών. Έχει διαπιστωθεί η αποτυχία της αγοράς να παράσχει αξιόπιστα ευρυζωνικές υπηρεσίες στις περιοχές αυτές. Οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν στην έλλειψη προσφοράς τέτοιων υπηρεσιών είναι η σημαντική έλλειψη υποδομής που θα απαιτούνταν για την υποστήριξη της παροχής ευρυζωνικών υπηρεσιών καθώς και το σημαντικό κόστος που απαιτείται για την ανάπτυξη μίας τέτοιας υποδομής σε αυτές τις περιοχές. Λαμβάνοντας υπόψη τη χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, αυτό το κόστος είναι σημαντικά υψηλότερο σε ό,τι αφορά τις τιμές μονάδας (πχ. κόστος ανά σύνδεση) σε σύγκριση με τις πιο πυκνοκατοικημένες και τις αστικές περιοχές. Επίσης, η αναλογικά χαμηλότερη αγοραστική ισχύ της δυνητικής πελατειακής βάσης, λόγω διαφόρων κοινωνικοοικονομικών αιτίων και η διστακτικότητα των ιδιωτών παρόχων ευρυζωνικών υπηρεσιών να επενδύσουν σε αυτές τις περιοχές αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες επένδυσης μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι δεν τις θεωρούν οικονομικά βιώσιμες.
Το έργο αυτό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης συνεργασίας του δημόσιου τομέα και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με τη μορφή ΒΟΤ (Build, Operate, Transfer) για την παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών χονδρικής στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, με την αξιοποίηση της υποδομής (δίκτυο) που θα αναπτυχθεί.
Οι Ιδιωτικοί Φορείς Σύμπραξης του έργου θα κληθούν να αναπτύξουν, να θέσουν σε λειτουργία και να διαχειριστούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ένα δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιακών (ευρυζωνικών) υποδομών, το οποίο θα υποστηρίζει την παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών από τρίτους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους προς τελικούς χρήστες (πολίτες και επιχειρήσεις) στις περιοχές αυτές.
Το μοντέλο αυτό θα επιτρέψει τη βιώσιμη αξιοποίηση και λειτουργία των υποδομών σε μακροπρόθεσμη βάση, ενθαρρύνοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό.
Κύριος στόχος του έργου είναι η επαρκής ευρυζωνική κάλυψη των περιοχών αυτών, προκειμένου να εκπληρωθεί σταδιακά ο στόχος της «συνολικής ευρυζωνικής κάλυψης» που θέτει η Ψηφιακή Ατζέντα 2020, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής της ΕΕ για το «Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη», όπου η υψηλή πληθυσμιακή κάλυψη θα πρέπει να θεωρείται ως βασική προτεραιότητα, αλλά και η ευρεία γεωγραφική κάλυψη είναι επίσης κρίσιμη, προκειμένου να επιτευχθεί η δυνατότητα πρόσβασης σε ευρυζωνικές υπηρεσίες στο σύνολο του πληθυσμού μέχρι το 2020. Επίσης η δυνατότητα παροχής οικονομικών και ταυτόχρονα αξιόπιστων υπηρεσιών ευρυζωνικότητας σε αυτές τις περιοχές σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται ήδη στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο δημιουργίας ενός νέου «ευρυζωνικού χάσματος» στο μέλλον.
Επιμέρους στόχοι του έργου είναι η ανάπτυξη μιας ισχυρής και ανθεκτικής στο χρόνο δικτυακής υποδομής που θα μπορεί να υποστηρίξει τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους διείσδυσης, σύμφωνα με την Ψηφιακή Ατζέντα 2020, καθώς επίσης και την προσδοκώμενη βαθμιαία αύξηση των ταχυτήτων εξυπηρέτησης, χωρίς όμως να απαξιώνεται η αρχική επένδυση έχοντας τη δυνατότητα αναβάθμισης με την πάροδο του χρόνου. Το έργο αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ενθάρρυνση του ανταγωνισμού, την αποτροπή οποιουδήποτε μεμονωμένου παρόχου από το να αποκτήσει ειδικά πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων καθώς και τον επαρκή κρατικό έλεγχο των αρχών λειτουργίας του δικτύου. Η δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου ουσιαστικά συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη των συνήθως υποβαθμισμένων αυτών περιοχών και συμβάλλει στην μείωση του φαινομένου της αστυφιλίας καθώς και στην παροχή ίσων ευκαιριών όσον αφορά στην πρόσβαση σε ηλεκτρονικές δημόσιες και μη υπηρεσίες, υπηρεσίες τηλεϊατρικής, e-learning και γενικότερα πρόσβαση σε ψηφιακό περιεχόμενο για το οποίο απαιτούνται υψηλές ταχύτητες πρόσβασης.