Οικονομία

ΓΣΕΒΕΕ: Φθηνότερο το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι

ImageHandler.ashx?m=AnchoredFit&f=Ly8xMC Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα είναι φθηνότερο από πέρυσι, αλλά παρά την εορταστική ατμόσφαιρα η αγορά και οι καταναλωτές επηρεάζονται αρνητικά από την ανασφάλεια που προκαλεί το πολιτικό κλίμα, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, ο οποίος εκφράζει την έγνοια του για τους εμποροβιοτέχνες οι οποίοι, όπως αναφέρει, «ανεβαίνουν τον δικό τους Γολγοθά».

Εξάλλου, εμφανίζεται απαισιόδοξος για την πιθανότητα ανάκαμψης της αγοράς κατά την, πολυαναμενόμενη από τον εμπορικό κλάδο, εορταστική περίοδο. Επισημαίνει ότι οι τιμές έχουν μειωθεί αισθητά και το εορταστικό γεύμα θα αποτιμηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις χαμηλότερα από τα περσινά επίπεδα, ενώ εκτιμά ότι πολλές επιχειρήσεις της βιοτεχνίας, του εμπορίου, ακόμη και των υπηρεσιών, κάνουν το μεγάλο κομμάτι του τζίρου τους (30%- 40% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους) μέσα στον Δεκέμβριο και τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου.

Ωστόσο, τονίζει τον νευραλγικό ρόλο που παίζει στην παρούσα κατάσταση η πολιτική αντιπαράθεση, με αφορμή την εκλογή του ΠτΔ και πώς αυτό εισπράττεται από την πλειονότητα των πολιτών- καταναλωτών.

«Από τα πρώτα σημάδια και από τις πιέσεις που ασκούνται από το Χρηματιστήριο και γενικώς από τις αγορές, το κλίμα επηρεάζει την ψυχολογία των πολιτών» υπογραμμίζει και προσθέτει: «Μπαίνουμε σε μια περίοδο που υπάρχει αβεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι.

Αυτό μειώνει τη διάθεση των πολιτών να καταναλώσουν τις εορταστικές ημέρες. Άλλωστε και η λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή δεν επέφερε κάτι ιδιαίτερο, ήταν σαν μια απλή καθημερινή λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, οι επαγγελματίες, έμποροι και βιοτέχνες ανεβαίνουν τον δικό τους Γολγοθά με την υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και την αδυναμία να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και προς το Δημόσιο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία».

Ο κ. Καββαθάς χαρακτηρίζει «γενναία, αλλά με καθυστέρηση δύο ετών» τη ρύθμιση των 100 δόσεων ή των 72. Το ιδιωτικό χρέος, ιδιαίτερα των επιχειρήσεων, έχει συσσωρευτεί σε επίπεδα τέτοια που δεν επιτρέπει να ενταχθεί στη ρύθμιση η πλειονότητα των «ασυνεπών» συναδέλφων, υποστηρίζει και υπενθυμίζει ότι η ρύθμιση αφορά όσους έχουν οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία έως 10.000 ευρώ, ενώ σήμερα μόνο στο ταμείο των επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων η μέση οφειλή είναι 20.000 ευρώ.

«Για να ενταχθεί κάποιος στη ρύθμιση και να την παρακολουθήσει, πρέπει να είναι συνεπής και στις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές. Βεβαίως, είναι αντιληπτό πως όταν κάποιος δεν μπορεί να καταβάλει 800 ευρώ διμηνιαίως για την εισφορά του στον ασφαλιστικό φορέα, είναι αδύνατον να καταβάλει υπερδιπλάσιο ποσό» επισημαίνει.

«Για την κατάσταση αυτήν και την αναγκαιότητα ανακούφισης των επαγγελματιών, αλλά και του ταμείου, είχαμε ενημερώσει την κυβέρνηση, τον αρμόδιο υπουργό κ. Βρούτση και τη διοίκηση του ΟΑΕΕ, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα» αναφέρει ο κ. Καββαθάς και προσθέτει:

«Μάλιστα το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων, τομέας Κοινωνικής Πολιτικής, μετά από σχετική μελέτη κατέθεσε δύο σημαντικές προτάσεις. Η πρώτη αφορά στις ληξιπρόθεσμες οφειλές: κεφαλαιοποίηση, πάγωμα και μεταφορά τους ως πλασματικού χρόνου ασφάλισης στο τέλος του ασφαλιστικοί βίου, με δικαίωμα εξαγοράς τότε. Η δεύτερη αφορά στις εισροές που χρειάζεται το ταμείο (εισπράττει 135 εκατ. ευρώ μηνιαίως και πληρώνει συντάξεις 225 εκατ.), ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κλάσης, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, έτσι ώστε από τις 350.000 ανασφάλιστους να ενεργοποιηθούν οι 200.000, κάτι που θα έδινε ετήσια έσοδα στο ταμείο 540 εκατ. ευρώ, περίπου το έλλειμμα του ταμείου για το 2015».

Σε σχέση με τα δημοσιεύματα των ημερών για την παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, είτε μέσω των τραπεζών είτε μέσω του ΕΣΠΑ, ο κ. Καββαθάς είναι αρκετά δύσπιστος και τα αποδίδει σε «παροχολογία στο πλαίσιο του ενδεχομένου της εκλογής ΠτΔ από την παρούσα Βουλή».

Εκτιμά ότι δεν υπάρχει αναπτυξιακή προοπτική «ούτε στην οικονομική κατάσταση της χώρας ούτε στον προϋπολογισμό, όπως κατατέθηκε. Η όποια προοπτική, βασίζεται σε ευχές ότι το ’15 θα έχουμε πχ αύξηση των επενδύσεων κατά 11,7%. Όμως, ποιος θα επενδύσει στη χώρα, όταν η χώρα δεν έχει τραπεζικό σύστημα που να ενισχύει τις επιχειρηματικές προσπάθειες;».

Η προοπτική αυτή, τονίζει, είτε προέρχεται από την ΕΕ είτε από την ελληνική κυβέρνηση, θα παραμείνει κενό γράμμα «εάν δεν αλλάξει στόχευση η οικονομική πολιτική, τοποθετώντας στο επίκεντρο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, αυτές που παρέχουν το 85% της απασχόλησης και των θέσεων εργασίας στη χώρα και παράγουν το 72,5% της προστιθέμενης αξίας. Επίσης, πρέπει να εξασφαλιστεί η δυνατότητα ανάκαμψης της εθνικής οικονομίας, με καταρχήν εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από τον δημοσιονομικό έλεγχο».

«Αυτά δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα και είναι παγκόσμια παραδοχή ότι σε εποχές κρίσης αυτός που χρηματοδοτεί την ανάπτυξη είναι η δημόσια επένδυση, η οποία λειτουργεί ελκυστικά και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Όταν κάθε χρόνο -και στον Προϋπολογισμό για το ’15- μειώνεται κατά 400 εκατ. ευρώ το ποσό που διατίθεται για τις δημόσιες επενδύσεις, ο ιδιωτικός τομέας δύσκολα θα επενδύσει. Θα επενδύσει πχ στη Δυτική Μακεδονία κάποιος όταν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι κάθετοι άξονες προς την Εγνατία; Για ποιο λόγο να το κάνει;», διερωτάται.

You may also like