Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων υποδομής στην Ελλάδα ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ, ενώ τα προγραμματισμένα έργα σε 8 δις ευρώ. Από τα 71 έργα που προγραμματίζονται να παραδοθούν μέχρι το 2022, η ενέργεια καλύπτει το 34%, το μετρό/τραμ το 25% και οι οδικές συγκοινωνίες το 23%, συμφωνα με τη μελέτη «Υποδομές – χρηματοδοτώντας το μέλλον» της PwC. Παραδοσιακά στην Ελλάδα, η ιδιωτική χρηματοδότηση καλύπτει το 15% του συνολικού προϋπολογισμού, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση (Κράτος, ΕΕ) ανέρχεται γύρω στο 40% με το υπόλοιπο να προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό
Ειδικότερα, κατά την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν γίνει ελάχιστες επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατακρημνίσθηκαν από το 3,6% (2006) στο 1,2% (2012) χάνοντας 4,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (συνολική απώλεια 30 δισ. ευρώ). Επηρεάστηκαν σημαντικά από τη βαθιά ύφεση και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, και ως αποτέλεσμα οι άμεσες θέσεις απασχόλησης στα έργα υποδομής μειώθηκαν κατά 49%. Ο αριθμός των προγραμματισμένων και ανεκτέλεστων έργων υποδομών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης – η αξία αυτών ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Το 34% των έργων προέρχεται από τον κλάδο της ενέργειας, το 55% αφορά σιδηροδρομικά έργα και έργα αυτοκινητοδρόμων ενώ το υπόλοιπο 11% συμπληρώνουν έργα τουριστικών υποδομών και διαχείρισης αποβλήτων. Ετήσια δαπάνη μεταξύ 2,5 και 5 δισ. ευρώ για έργα υποδομών στην Ελλάδα για τα επόμενα 5-7 χρόνια είναι εφικτή εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις στην ανάθεση των έργων.
Επίσης, σύμφωνα με την έρευνα, οι παγκόσμιες επενδύσεις σε έργα υποδομών εκτιμάται ότι θα κυμανθούν μεταξύ 2,2 τρισ. και 2,8 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030, ενώ οι ευρωπαϊκές επενδύσεις σε έργα υποδομών υπολογίζονται γύρω στο 2% του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις σε έργα υποδομών είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία με υψηλό οικονομικό πολλαπλασιαστή, της τάξης του 2x, ο οποίος μπορεί να ενισχύσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις σε άλλους κλάδους
Η αυξανόμενη ανάγκη για δαπάνες σε έργα υποδομών σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα περιορισμένη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης και τους περιορισμούς των ελληνικών τραπεζών, επιβάλλουν την αναζήτηση νέων χρηματοδοτικών μέσων.
Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος, Εντεταλμένος Σύμβουλος της PwC σχολίασε:
«Στην Ελλάδα η εικόνα είναι σκληρή. Οι επενδύσεις υποδομών μειώθηκαν από το 3.6% το 2006 στο 1.2% του ΑΕΠ το 2012 κάτω από την δημοσιονομική πίεση που έφερε η κρίση. Αυτό οδήγησε σε μείωση 49% της απασχόλησης στον κατασκευαστικό κλάδο. Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των έργων που η κρίση καθυστέρησε και το κόστος αυτών που έχουν προγραμματιστεί φθάνουν τα €20 δις μέχρι το 2022. Αυτό αντιστοιχεί σε €2.6 δις ανά έτος ή περίπου 1.2% του ΑΕΠ, ποσοστό πολύ μικρότερο του ελληνικού μέσου όρου από το 2006 (2.4%), του ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,9%) ή του παγκόσμιου μέσου όρου (2.7%). Είναι απολύτως αναγκαίο για την χώρα, στα πλαίσια ουσιώδους βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της να αναβαθμίσει όλες τις υποδομές της όσο πιο γρήγορα γίνεται.»
Η χρηματοδότηση των έργων υποδομής στην Ελλάδα ιστορικά προέρχεται κυρίως από δημόσιους πόρους, ενώ τα ιδιωτικά κεφάλαια συνήθως δεν υπερβαίνουν το 10-15% του συνόλου της επένδυσης. Οι όλο και πιο περιορισμένες δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού, μετατοπίζουν το επίκεντρο της χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αναγκαίο να προσελκύσουμε στις υποδομές περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, μεταβάλλοντας τους όρους σύμπραξης έτσι ώστε τα ιδιωτικά κεφάλαια, ίδια ή δανειακά, να έχουν καλλίτερο συνδυασμό απόδοσης/κινδύνου. Δεύτερον, τιτλοποιώντας, όπου αυτό είναι εφικτό, μελλοντικά έσοδα (π.χ. διόδια, εισιτήρια). Τρίτον, εισαγάγωντας νέα χρηματοδοτικά εργαλεία όπως τα project bonds, που απευθύνονται σε άλλες πηγές κεφαλαίων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τα μακροπρόθεσμα θεσμικά κεφάλαια έχουν πολύ πιο ταιριαστές με τις υποδομές προσδοκίες απόδοσης και αντίληψης κινδύνων.
Ο Μάριος Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της PwC σημείωσε:
«Οι επενδύσεις σε υποδομές, όπως και οι συνολικές επενδύσεις στην χώρα πρέπει να αυξηθούν ταχύτατα στα επίπεδα πριν από την κρίση. Αυτό θα τροφοδοτήσει συστηματική ανάπτυξη και αυξημένη απασχόληση και πάνω από όλα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αλλά για να γίνει θα πρέπει να επιταχύνουμε τον σχεδιασμό/προγραμματισμό των έργων υποδομής, να τα κάνουμε “φιλικότερα” προς τα ιδιωτικά κεφάλαια, και να χρησιμοποιήσουμε χρηματοδοτικά εργαλεία τελευταίας γενιάς. Όλες αυτές οι αλλαγές κατεύθυνσης προϋποθέτουν και αλλαγές αντίληψης και οργάνωσης στον κρατικό μηχανισμό, με σαφή διάκριση μεταξύ τεχνικού και χρηματοοικονομικού σχεδιασμού. Οι υποδομές είναι αυτήν την στιγμή το ισχυρότερο εφαλτήριο για το μέλλον και πάνω τους στηρίζονται όλες οι άλλες δυνατότητες ανταγωνιστικότητας. Αξίζουν τη μεγάλη προσοχή μας.».