Τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν οι ζημιές για την ελληνική οικονομία, έναν χρόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls) στις ελληνικές τράπεζες.
Φυγή καταθέσεων, κατακρήμνιση του τραπεζικού κλάδου και νέα ανακεφαλαιοποίηση, πλήρης απαξίωση των χρηματιστηριακών αξιών, νέα δάνεια με νέο σκληρό Μνημόνιο, αποκλεισμός από την ποσοτική χαλάρωση (QE) και το waiver της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αποστέρηση της χώρας από τα ANFA’s και SNP’s που έρχονταν από τις κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης στη χώρα μας, έλλειψη ρευστότητας, ανακοπή των θετικών ρυθμών ανάπτυξης που είχαν ήδη φανεί για κάποια τρίμηνα, χιλιάδες «λουκέτα» επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας, είναι μερικά μόνο από τα πλήγματα που κατεγράφησαν εδώ και δώδεκα μήνες.
Και μπορεί τα νοικοκυριά που πριν ένα χρόνο σχημάτιζαν ουρές έξω από τράπεζες και πρατήρια βενζίνης να συνεχίζουν να ζουν με όριο αναλήψεων τα 60 ευρώ ημερησίως ή 420 ευρώ την εβδομάδα, αλλά η πραγματική ζημιά θα ήταν ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη αν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα ελέγχου στις κινήσεις κεφαλαίων, που υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη αποτροπής της πλήρους κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και της χώρας, λόγω της μαζικής φυγής καταθέσεων, της αποεπένδυσης και της κρίσης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
«Δισεκατομμύρια» πληγές
Τι άλλαξε και τι έχασαν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, από την 28η Ιουλίου πέρυσι εξαιτίας του δημοψηφίσματος και των capital controls στα οποία οδήγησε; Αν και δεν υπάρχει κάποια συνολική επίσημη καταγραφή, οι απώλειες είναι μετρήσιμες:
-Σχεδόν 40 δισ. ήταν οι απώλειες για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο μετά το κλείσιμο των τραπεζών. Ουσιαστικά εξανεμίστηκαν 25 δισ. για το δημόσιο από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση. Οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν και οι μικροεπενδυτές έχασαν αξίες τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ, που για πολλούς ήταν το τελευταίο αποκούμπι τους. Το ελληνικό δημόσιο πήρε νέο δάνειο 6 δισ. ευρώ για να ανακεφαλαιοποιήσει ξανά τις ελληνικές τράπεζες, που επιβαρύνουν όλους τους Έλληνες φορολογούμενους.
-Μέχρι και 25 ή 30 δισ. ευρώ (δηλαδή το 33% από το διαπραγματεύσιμο χρέος των 80 δισ. της χώρας) εκ των οποίων τουλάχιστον 4-5 σε ένα χρόνο, θα μπορούσε να αντλήσει η χώρα μας, εκμεταλλευόμενη την παροχή ρευστότητας 1 τρισ. ευρώ που ξεκίνησε να διαθέτει από πέρυσι η ΕΚΤ στα κράτη τηςΕυρωζώνης. Με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ ρίχνει χρήμα 60 δισ. ευρώ στην Ευρωζώνη, από τα οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η Ελλάδα. Από τον Ιανουάριο του 2015 όμως ο Μάριο Ντράγκι είχε ξεκαθαρίσει πως η Ελλάδα θα εξαιρεθεί από το QE, αν βρεθεί εκτός του προγράμματος διάσωσης –όπως συνέβη στις 30 Ιουνίου πέρυσι. Ένα χρόνο αργότερα, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, συζητείται και πάλι να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης όπως οι άλλες χώρες, όχι όμως πριν το φθινόπωρο. Άλλα 150 εκατ. ευρώ το χρόνο (2015-2016) η ελληνική οικονομία από την διακοπή του waiver, αλλά η κυβέρνηση το υπολογίζει ήδη σαν ετήσιο όφελος από το 2016 και μετά, λόγω της επαναφορά του που μόλις την περασμένη εβδομάδα αποφασίστηκε.
-Τουλάχιστον 2 δισ. (από τα συνολικά 9 δισ. ευρώ) δεν επέστρεψαν στην χώρα μας από τις ευρωπαϊκές τράπεζες (ANFA’s και SNP’s) επειδή δεν ολοκληρώθηκε ομαλά το ελληνικό πρόγραμμα που έληξε στις 30 Ιουνίου (το δημόσιο εισέπραξε φέτος περίπου μισό δισ. μόλις από επιστροφές κερδών από ελληνικά ομόλογα τα οποία έλαβε τον Απρίλιο από την ΤτΕ μόνον).
-Μείωση (αντί για αύξηση) του ΑΕΠ έως και 21 δισ. ευρώ που έγιναν «καπνός» από πέρυσι μέχρι εφέτος και θα λείψουν από την ελληνική οικονομία. Ενώ δηλαδή οι προβλέψεις της Κομισιόν προεξοφλούσαν ότι το ΑΕΠ της χώρας ως το τέλος του 2016 θα έφτανε στα 196 δισ. ευρώ, καθώς μέχρι και τα μέσα του 2015 καταγράφονταν αυξητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, από την ημέρα του δημοψηφίσματος ανατράπηκαν όλα. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα «προσγειωθεί» φέτος στα 175 δισ. ευρώ –και με την αισιόδοξη παραδοχή μάλιστα ότι από μεθαύριο 1ης Ιουλίου και μέχρι τέλος Δεκεμβρίου θα καταγραφούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στην ελληνική Οικονομία.
-Τουλάχιστον 3 δισ. έχασε το 2015 η ελληνική ναυτιλία, όπως αναλύεται στην τελευταία έκθεση νομισματικής πολιτικής της ΤτΕ. Το 2014 οι καθαρές εισπράξεις υπηρεσιών διαμετακομιστικού εμπορίου της χώρας ήσαν 8,5 δισ. ευρώ, ενώ το 2015 μειώθηκαν σε 6 δισ. (-29,5% ή 1,4% του ΑΕΠ). Μάλιστα, η σύγκριση της εξέλιξης των εσόδων σε σχέση με το 2014 δεν λαμβάνει υπόψη το πώς θα εξελίσσονταν δυνητικά τα έσοδα το 2015, με βάση τους παράγοντες που τα προσδιορίζουν, εάν απουσίαζαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι. Για το 2015, οι εισπράξεις σύμφωνα με τους προσδιοριστικούς τους παράγοντες, χωρίς την επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων εκτιμάται πως θα έφταναν στα 9 δισ. ευρώ, αντί 6 δισ. ευρώ που τελικά πραγματοποιήθηκαν. Προκύπτει έτσι ότι η επίπτωση των κεφαλαιακών ελέγχων στις καθαρές εισπράξεις υπολογίζεται στο ποσό των 3,037 εκατ. ευρώ ή στο 1,7% του ΑΕΠ για το 2015.
-Το Χρηματιστήριο της Αθήνας από τις 26 Ιουνίου πέρυσι (και αφού έκλεισε για δύο μήνες) έφτασε να χάνει μέχρι και 45% της αξίας του, ενώ από τις 800 μονάδες τότε, τώρα ο Γενικός δείκτης «φλερτάρει» με τις 500 μονάδες (λόγω Brexit ). Συνολικά χάθηκαν πάνω από 30 δισ. από όλες τις μετοχές και πλέον τα 2/3 των μετοχών ανήκουν σε ξένους επενδυτές.
Επιπλέον αυτών, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΕΕ:
-τα «λουκέτα» επιχειρήσεων ανήλθαν σε 25.990 μέχρι σήμερα, από την επιβολή των capital controls.
-ιδρύθηκαν 3.000 λιγότερες επιχειρήσεις. Από τις 15.379 νέες επιχειρήσεις πέρυσι, φέτος ενεγράφησαν στο ΓΕ.ΜΗ 12.486 νέες επιχειρήσεις, έναντι των 18.030 το 2014 και των 20.024 το 2013.
-πτώση των εξαγωγών κατά -11,7%.
-η ύφεση έφτασε στο -1,3%.
-κατά 2,7% αυξήθηκε η αποεπένδυση στην ελληνική οικονομία.
-η χρηματοδότηση μειώθηκε περαιτέρω 1,9%
-η κατανάλωση υποχώρησε 4,3% από τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα του 2015.
To χειρότερο ίσως είναι όμως, ότι η εμπιστοσύνη των καταθετών βρίσκεται στο ναδίρ, ακόμα και ένα χρόνο μετά τα capital controls. Τον Ιούνιο του 2015 «παγιδεύτηκαν» στις τράπεζες 122,1 δισ. ευρώ (έναντι υπολοίπου 151 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014 πριν τις εκλογές). Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Απρίλιος 2016) δείχνουν ότι το υπόλοιπο μειώθηκε και άλλο, στα 121,3 δισ. ευρώ. Τα 800 εκατ. ευρώ φαντάζουν λίγα, αλλά αυτό δεν μπορεί να κρύψει ότι τα 73 από τα 121 δισ. αφορούν καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου για να κινείται ο κόσμος (τον Ιούνιο του 2015 ήταν μόλις 59 δισ. ευρώ). Αντιθέτως, παρότι τα λεφτά είναι αναγκαστικά «κλειστά» στις τράπεζες, μόλις 48 δισ. είναι σε προθεσμιακή κατάθεση, έναντι 62 δισ. που ήταν τον Ιούνιο του 2015. Ουσιαστικά τα 14 δισ. ευρώ «σπάσανε» είτε για άμεσες ανάγκες ρευστότητας, είτε για να είναι έτοιμα να φύγουν αμέσως από τις τράπεζες, στην υποθετική περίπτωση που χαλάρωναν ξαφνικά τα capital controls.
Αυτό δείχνει ίσως και ότι όσο παραμένουν τα capital controls, δεν επιστρέφουν οι καταθέσεις στις τράπεζες. Από την άποψη αυτή, θυμίζει το πρόβλημα αν «η κότα γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα».
Για την Ιστορία, κάτι ανάλογο είχε συμβεί με τις διπλές εκλογές του Ιουνίου-Ιουλίου του 2012 , όταν υπήρχε πάλι ακραία εκροή καταθέσεων. Ωστόσο όταν τελείωσαν οι εκλογές, μέσα σε 11 μήνες (Ιούνιος 2012 – Μάιος 2013) αυξήθηκαν οι καταθέσεις κατά 12,826 δισ. ευρώ. Η σύγκριση όμως με το σήμερα (Ιούνιος ’15 – Απρίλιος ’16) δείχνει ότι οι καταθέσεις είναι 800 εκατ. λιγότερες.
Τα δραματικά γεγονότα του 2015
Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από τον πρωθυπουργό, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 26 Ιουλίου, ήρθε ως επιβεβαίωση του αδιεξόδου των πολύμηνων διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές. Οι επιπτώσεις του δεν ήταν διαφορετικές από εκείνες που ο ίδιος ο κύριος Αλέξης Τσίπρας είχε προβλέψει από το 2011, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου είχε εξαγγείλει ένα αντίστοιχο δημοψήφισμα -που τελικώς ματαιώθηκε μετά το ταξίδι του στις Κάννες.
Το Σάββατο συνεδρίασε το Eurogroup και αποφάσισε ότι το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας τελειώνει το βράδυ της 30ης Ιουνίου, παρότι η ελληνική κυβέρνηση είχε αιτηθεί ήδη μια νέα παράταση (που είχε δοθεί ήδη όμως στη χώρα μας και τον Δεκέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015).
Το απόγευμα της Κυριακής 28 Ιουνίου, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αποφάσισε να μην αυξήσει άλλο το ποσό της ρευστότητας που έδινε στις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA, αλλά να το διατηρήσει στο επίπεδο της Παρασκευής.
Τότε συνεδρίασε το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας που εισηγήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και τα ξημερώματα της Δευτέρας εκδόθηκε πράξη νομοθετικού περιεχομένου, με την οποία η περίοδος από τις 28 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου κηρύχθηκε τραπεζική αργία, για να προληφθούν οι επιπτώσεις που ήδη εκδηλώνονταν στην αγορά.