Οι δύο υπουργοί συναντήθηκαν στον απόηχο μιας σειράς γεγονότων που έχουν επιβαρύνει τις σχέσεις, κυρίως λόγω των αντιδράσεων της Τουρκίας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της αδυναμίας της γειτονικής χώρας να αντιληφθεί ότι δεν είναι δυνατόν η Αθήνα να αποδεχθεί την εμπλοκή της στην Ευρωπαϊκή Άμυνα χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Για την Αθήνα αποτελεί ζήτημα αρχής η στάση της στο θέμα του κανονισμού SAFE και αυτό μεταφέρθηκε και στον Τούρκο ΥΠΕΞ, καθώς δεν είναι δυνατόν η χρηματοδότηση με ευρωπαϊκά κονδύλια για την ευρωπαϊκή άμυνα να αφορά μια χώρα η οποία αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την κυριαρχία μιας ευρωπαϊκής χώρας. Και αυτό, εξάλλου, είναι ένα επιχείρημα που δύσκολα μπορούν να αντικρούσουν ακόμη και εκείνοι οι εταίροι που στηρίζουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας και την περαιτέρω προσέγγισή της με την Ε.Ε.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, στο ελληνικό ΥΠΕΞ κάνουν και μια διαφορετική ανάγνωση των δηλώσεων Φιντάν το Σάββατο, όπου όπως λένε «δεν αναφέρθηκε σε casus belli, αλλά είπε ότι εσείς θέλετε 12 μίλια, εμείς λέμε 6 μίλια, να συζητήσουμε για να βρούμε λύση», αξιολογώντας εάν πρόκειται για «άνοιγμα», όπως υπονοεί η τουρκική πλευρά.
Με βάση αυτή την ανάγνωση, η τουρκική απειλή πολέμου δεν αφορά τη μερική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, εκεί, δηλαδή, όπου η Τουρκία «δίνει την έγκρισή της».
Βεβαίως, το casus belli αφορούσε την άσκηση του δικαιώματος που παρέχει το Δίκαιο της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων «έως» τα 12 ν.μ. και όχι «στα» 12 ν.μ. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία συζητά για μικρότερου εύρους επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, ώστε να θεωρηθεί «άνοιγμα» στην παρούσα φάση. Την περίοδο πριν το 2004, κατά τη διάρκεια των διερευνητικών επαφών, είχε υπάρξει κατ’ αρχήν άτυπη συνεννόηση για κλιμακωτή και τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων σε 8 ,9 η και 10 ν.μ αλλά και διατήρηση των 6 ν.μ. σε άλλες περιοχές.
Η Τουρκία, μάλιστα, απαιτεί η απόφαση για την επέκταση των χωρικών υδάτων, που αποτελεί απόλυτο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας, να γίνει μόνο με τη δική της έγκριση και συμφωνία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αν και ατύπως στις διερευνητικές επαφές είχε υπάρξει αυτή η συνεννόηση.
Είναι προφανές ότι η απόφαση της Αθήνας να εγείρει ζήτημα casus belli και «γκρίζων ζωνών» ως προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στο SAFE έχει προβληματίσει την Άγκυρα, καθώς αντιλαμβάνεται ότι το αδιέξοδο δεν είναι εύκολο να αρθεί.
Και πάντως τέτοιου είδους δηλώσεις, όπως αυτή του Χακάν Φινταν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτουν την προϋπόθεση που θέτει η Αθήνα για ρητή και απόλυτη άρση του casus belli.
Παρά τις προσπάθειες της Αθήνας να διακρίνει έστω κάποια θετικά σημάδια στις δηλώσεις Φιντάν, το μεγάλο πρόβλημα παραμένει ότι ακόμη και αν γίνει αποδεκτή ως «άνοιγμα» αυτή η αναφορά του Τούρκου ΥΠΕΞ, οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση προσκρούει στο πρόβλημα του εύρους της διαφοράς, όπως συνέβαινε από την πρώτη στιγμή.
Η Αθήνα, όπως επανέλαβε ο Γιώργος Γεραπετρίτης, επιμένει ότι υπάρχει μία και μόνη διαφορά, αυτή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία θεωρεί ότι υπάρχει ένα πλέγμα ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν υπό μορφή «πακέτου».
Ενδεικτικό του κλίματος και του προβληματισμού που υπάρχει είναι ότι, μετά τη συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, δεν υπήρξε καμία ενημέρωση ή ανακοίνωση για τα επόμενα βήματα στη διαδικασία αυτή της προσέγγισης, ούτε καν για τα πιο «ανώδυνα» βήματα, όπως οι συναντήσεις της Θετικής Ατζέντας, των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) ή του Πολιτικού Διαλόγου, ούτε φυσικά για συνάντηση των δύο ηγετών η τον επαναπρογραμματισμό του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο αρχικά είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2025.