«Η χώρα μας ούτε εμπλέκεται σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε της έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο. Η άδεια χρήσης σε ελληνικά πολεμικά αεροδρόμια, πέραν των όρων της Αμυντικής Συμφωνίας με τις ΗΠΑ, δόθηκε για μεταγωγικά αεροσκάφη, όπως και για υποστηρικτικά ελικόπτερα και προσωπικό.
Τα μέσα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για ανθρωπιστικούς λόγους, δηλαδή για εκκενώσεις και μεταφορά πολιτών των ΗΠΑ ή και Ελλήνων αν απαιτηθεί». Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας Νίκος Δένδιας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά».
Αναφορικά με τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, «συμμετείχαν ήδη, πριν από την επίθεση της Χαμάς, σε τρεις επιχειρήσεις στη Μεσόγειο: Της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ αντιστοίχως» υπογράμμισε ο κ. Δένδιας.
«Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για την ειρηνευτική επιχείρηση στον Λίβανο, αλλά για λόγους ασφαλείας, η ελληνική φρεγάτα θα μετακινηθεί δεκάδες μίλια από τις ακτές της χώρας. Πάντως, η συμμετοχή της χώρας μας σε αυτές τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τις αμυντικές συμφωνίες που έχει συνάψει, αποδεικνύει εμπράκτως τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή. Και φρονώ πως με αυτή την οπτική πρέπει να ερμηνεύεται η συμμετοχή μας και όχι σαν παράγων ανησυχίας» πρόσθεσε.
Ξεκαθάρισε επίσης ότι «η Ελλάδα έχει με σαφήνεια καταδικάσει την πρωτοφανή τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς. Η επίθεση αυτή άλλωστε αποδυναμώνει τις θεμιτές αξιώσεις του παλαιστινιακού λαού».
«Η Ελλάδα», συμπλήρωσε, «έχει διαμηνύσει επίσης ότι στηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Παράλληλα, έχουμε επισημάνει ότι η προστασία των αμάχων οφείλει να είναι κυρίαρχη προτεραιότητα. Δεν δικαιολογούμε αντίποινα κατά αμάχων».
Για τα ελληνοτουρκικά, επισήμανε ότι η επίσκεψή του «στις σεισμόπληκτες περιοχές της Τουρκίας, ως υπουργός Εξωτερικών, μαζί με τον ομόλογό μου τότε Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επέτρεψε να υπάρξει μια αποφόρτιση έκτοτε στις διμερείς μας σχέσεις, η οποία διαπιστώθηκε και επί του πεδίου».
Ανέφερε ακόμη ότι λειτούργησε σαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας», το οποίο έχει «διαρκέσει για σημαντικό χρονικό διάστημα». «Βεβαίως», είπε, «δε λύθηκαν ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα μεταξύ μας και ο κίνδυνος παλινδρόμησης στην ένταση του παρελθόντος δεν έχει εκλείψει, όσο δεν ανακαλούνται αιτιάσεις του παρελθόντος. Ο διάλογος άλλωστε για την επίλυση της μοναδικής διαφοράς μας, προκειμένου να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, απαιτεί και μία συγκεκριμένη στάση, η οποία να μην τον υπονομεύει».
«Ας μην ξεχνάμε επίσης το Κυπριακό», ανέφερε, το οποίο παραμένει «ανοιχτή πληγή».
«Αν η ‘Αγκυρα επιθυμεί να υπάρξει πραγματική αλλαγή σελίδας στις σχέσεις μας, γνωρίζει τι πρέπει να πράξει, έργω και λόγω, με οδηγό το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. H Ελλάδα είναι έτοιμη σε αυτήν την περίπτωση να ανταποκριθεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται εφησυχασμός, ιδίως στις σημερινές εύθραυστες γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή μας» συνέχισε.
Για τις συναντήσεις του με τον Τούρκο υπουργό Άμυνας, τόνισε ότι «με τον κ. Γκιουλέρ συναντηθήκαμε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους και βρεθήκαμε μαζί στη Σύνοδο των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, περίπου πριν από 20 ημέρες. Διατηρούμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και ευελπιστώ ότι σύντομα θα μας δοθεί η ευκαιρία για την πραγματοποίηση διμερούς συνάντησης».
Για τα εξοπλιστικά, επισήμανε ότι το πρόγραμμα «που έχει εξαγγελθεί υλοποιείται, αλλά σαφώς και έχει προτεραιοποιήσεις, τόσο ένεκα των επιχειρησιακών αναγκών όσο και λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών».
Επανέλαβε ότι η Ελλάδα «διαθέτει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις χάρη στο υστέρημα του ελληνικού λαού, το οποίο οφείλουμε να αξιοποιούμε κατά τον βέλτιστο τρόπο. Θα ήταν ευχής έργο να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε όλα τα προγράμματα ταυτόχρονα, αλλά όπως καταλαβαίνετε, αυτό δεν είναι ρεαλιστικό».
«Πέρα από τις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες υπεισέρχονται στην υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και εξωγενείς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Όσον αφορά το πρόγραμμα των νέων κορβετών, είναι θέμα αξιολογικών κριτηρίων και αποφάσεων των αρμόδιων Γενικών Επιτελείων» υπογράμμισε.
Αναφορικά με τη συμμετοχή της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα που τρέχει η χώρα, τόνισε ότι «η ενίσχυση της αμυντικής μας βιομηχανίας και η προώθηση της καινοτομίας αποτελούν δύο από τους κύριους στόχους μας, αλλά και μία σημαντική πρόκληση στην οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε ως χώρα».
«Στην κατεύθυνση αυτή», πρόσθεσε, «προωθούμε τη δημιουργία οικοσυστήματος το οποίο θα δώσει σταδιακά στη χώρα μας τη δυνατότητα να γίνει από διαρκής καταναλωτής, παραγωγός και εξαγωγέας οπλικών συστημάτων. Στόχος μας είναι να ενισχυθεί η συνεργασία μας στο μέλλον με άλλες χώρες για την ανταλλαγή τεχνογνωσίας προς όφελος της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ζήτημα το οποίο συζήτησα κατά τις επισκέψεις μου σε Ισραήλ, ΗΑΕ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, στις συναντήσεις που είχα με τους ομολόγους μου».
«Οι τομείς που εστιάζουμε, μεταξύ άλλων, είναι η τεχνητή νοημοσύνη, η κυβερνοασφάλεια, οι δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις, δηλαδή όλο το νέο διαμορφούμενο οικοσύστημα άμυνας και ασφάλειας. Σχετικό νομοθέτημα είναι στη φάση της σύνταξης. Ήδη, στο υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας συγκροτήθηκε και λειτουργεί ένα νέο Γραφείο (Project Management Office), το οποίο ασχολείται επισταμένως με τον τομέα της προώθησης της καινοτομίας» συμπλήρωσε.
Ειδικότερα, στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας «υπάρχουν», ανέφερε ο κ. Δένδιας, «μεγάλης σημασίας εξοπλιστικά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα του εκσυγχρονισμού των 83 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στο επίπεδο VIPER, το οποίο υλοποιείται με ακρίβεια στο χρονοδιάγραμμα από την ΕΑΒ».
Για την ποιοτική αναβάθμιση της περιόδου της στρατιωτικής θητείας, ο κ. Δένδιας είπε ότι το πρόγραμμα του υπουργείου Εθνικής ‘Αμυνας «Θητεία – Ευκαιρία» συνιστά «μια μεταρρυθμιστική τομή, η οποία θα βοηθήσει τους ίδιους τους στρατεύσιμους, αλλά και τις ‘Ενοπλες Δυνάμεις». «Καταρχάς, θα αναβαθμίσει τον τρόπο εκπαίδευσης των στρατεύσιμων ο οποίος θα γίνεται και σε ψηφιακό περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα θα τον διευρύνει σε αντικείμενα όπως η Πολιτική Προστασία και οι Πρώτες Βοήθειες. Ακόμη, θα δώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης δεξιοτήτων που συνδέονται με την αγορά εργασίας, πρακτικών και ψηφιακών, παράλληλα βεβαίως, εις όφελος της αμιγούς στρατιωτικής εκπαίδευσης και των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα προγράμματα αυτά θα πιστοποιούνται είτε από τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης των Ενόπλων Δυνάμεων είτε από πιστοποιημένους εξωτερικούς φορείς. Θα δίνουν τη δυνατότητα στους στρατεύσιμους που θα τα επιλέξουν να αποκτήσουν ένα πρόσθετο εφόδιο για την επαγγελματική σταδιοδρομία τους, ως πολίτες» κατέληξε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.