Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε χθες βράδυ τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές, ενώ επιβεβαίωσε το αξιόχρεό της σε Βa1.
Ο υπουργός Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης σχολίασε ότι οι θετικές εκτιμήσεις της Moody’s είναι η απάντηση στη μηδενιστική κριτική σημειώνοντας τους τρεις λόγους της αναβάθμισης.
Ταχύτερη ανάπτυξη, καλύτερες σε σχέση με τον προγραμματισμό δημοσιονομικών επιδόσεων οι οποίες αποδίδονται κυρίως στα μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής και περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος.
Ο κ. Χατζηδάκης υπενθυμίζει ακόμη ότι πρόκειται για τη δεύτερη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από τις διεθνείς οικονομικές αξιολογήσεις μετά από την αντίστοιχη κίνηση του DBRS την προηγούμενη εβδομάδα.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Νίκος Παπαθανάσης ανέφερε ότι η ανακοίνωση της Moody’s έρχεται να επιβεβαιώσει τη συστηματική δουλειά των κυβερνήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, την πρόοδο και τις προοπτικές της χώρας.
Τι αναφέρει η έκθεση της Moody’s
Όπως αναφέρει ο οίκος, η αλλαγή των προοπτικών σε θετικές αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα βιώσιμης ενίσχυσης της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει τους κινδύνους ανάληψης χρέους από την κυβέρνηση.
Επιπλέον, με την πιθανότητα η οικονομική ανάπτυξη και οι δημοσιονομικές επιδόσεις να υπερβούν τις προσδοκίες, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος.
Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων Ba1 της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τις σημαντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση, οι οποίες εξισορροπούνται με τις συνεχιζόμενες προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό βάρος του δημόσιου χρέους.
Ειδικότερα, ο Moody’s σημειώνει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοπιστωτικής ευρωστίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι πλέον κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με τον δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ανέρχεται σε 15,5% έναντι 16% για τον μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ. Η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εμφανίζουν και τον χαμηλότερο δείκτη κόστους-εσόδων στην ΕΕ.
Ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι προοπτικές είναι καλές ότι θα πλησιάσει τον μέσο όρο του 1,9% της ΕΕ κατά τα επόμενα ένα έως δύο χρόνια, σημειώνει ο οίκος.
Η πιθανή περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ωφεληθεί, προσθέτει, από την ανακοινωθείσα αύξηση του προγράμματος «Ηρακλής» κατά 1 δισεκ. ευρώ (από τα αρχικά 2 δισεκ. ευρώ).
Σημάδια βελτίωσης της υγείας του τραπεζικού τομέα και, συνεπώς, μειωμένων κινδύνων ενδεχόμενων υποχρεώσεων για το Δημόσιο είναι επίσης ορατά από την πώληση της συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Τράπεζα Πειραιώς τον Μάρτιο του 2024 και τα σχέδια για την εκποίηση του μεγαλύτερου μέρους της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα πριν από το τέλος του έτους, αναφέρει ο Moody’s.
Η βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών, εάν διατηρηθεί, θα τις βάλει σε καλύτερη θέση για την αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών σοκ χωρίς να αυξήσει τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων για το κράτος.
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από ό,τι αναμένουμε σήμερα», σύμφωνα με τον Moody’s.
Οι μεταρρυθμίσεις για τα έσοδα, που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης φόρων και στη μείωση της φοροδιαφυγής στους τομείς του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και στη μείωση του κενού στον ΦΠΑ.
Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου του τρέχοντος έτους, ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε ισχυρή αύξηση των εσόδων, ιδίως για τους φόρους εισοδήματος και τον ΦΠΑ, γεγονός που ενισχύει την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
Για τη γενική κυβέρνηση, το πρωτογενές πλεόνασμα σε ταμειακή βάση ανήλθε σε 5,2 δισεκ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), από 3,7 δισεκ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) για την ίδια περίοδο το 2023, καθώς τα έσοδα αυξήθηκαν ταχύτερα από τις δαπάνες.
«Προβλέπουμε δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση την περίοδο 2024-2026, που συνιστούν μια περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Επιπλέον, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 και 2026, ξεπερνώντας τους στόχους που περιγράφονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας», αναφέρει ο οίκος.
Αναμένουμε επί του παρόντος ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025 και σε λιγότερο από 140% του ΑΕΠ το 2027, προσθέτει.
Δεδομένου του ιστορικού της κυβέρνησης στην υπεραπόδοση των δημοσιονομικών της στόχων και της πιθανότητας περαιτέρω κερδών από τις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των εσόδων, βλέπουμε ανοδικούς «κινδύνους» για τις δημοσιονομικές επιδόσεις (δηλαδή να υπάρξει εκ νέου υπεραπόδοση), σημειώνει ο Moody’s.
Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με την ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ – θα στηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα.
Οι αξιολογήσεις Ba1 της Ελλάδας υποστηρίζονται από ένα σταθερό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, σε ισχυρότερες επενδύσεις και σε έναν υγιέστερο τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σθεναρά για δημοσιονομική σύνεση.
Η μέτρια οικονομική ισχύς αντανακλά τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου σε σχέση με αυτά άλλων χωρών με αντίστοιχες αξιολογήσεις και τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, καθώς τα σημαντικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη.
Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ, η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 36 δισεκ. ευρώ (περίπου 16,3% του ΑΕΠ το 2023), από τα οποία σχεδόν τα μισά έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σχεδόν 6 δισεκ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και έργα.
Τα πλεονεκτήματα αυτά εξισορροπούνται από το μέτριο οικονομικό μέγεθος της Ελλάδας και από ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει δυνατότητες διαφοροποίησης και ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα υψηλότερης τεχνολογίας και των εξαγωγών, αλλά η πρόοδος θα πάρει χρόνο και αναμένουμε συγκριτικά μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4-5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών για κεφαλαιουχικά και ενδιάμεσα αγαθά και το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών θα βελτιωθεί μόνο σταδιακά, σημειώνεται.
Μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη δυνητική ανάπτυξη προκύπτουν από τα δυσμενή δημογραφικά μεγέθη, τα οποία θα αντισταθμιστούν μόνο εν μέρει από τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του RRF στην αύξηση της παραγωγικότητας.
«Παρά τις προσδοκίες μας για περαιτέρω σημαντική μείωση της δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδας, το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πάνω από 120% μέχρι και τη δεκαετία του 2030, ένα υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με τα κράτη παγκοσμίως. Ωστόσο, η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη μέση διάρκεια έως τη λήξη περίπου 20 ετών και τα χαμηλά επιτόκια στηρίζουν ισχυρά τους δείκτες βιωσιμότητας του χρέους. Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου 35 δισεκ. ευρώ (15% του ΑΕΠ) αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα».