Του Κώστα Ζωντανού στη μνήμη του Δημήτρη Σταμάτη που υπήρξε και αυτός ένας βασικός πυλώνας της μεγάλης προσπάθειας να πετύχει τους στόχους της η τριμερής Κυβέρνησης στην εποχή της μεγάλης κρίσης..
Η θητεία του Αντώνη Σαμαρά ως Πρωθυπουργού (2012–2015) συνέπεσε με μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Η χώρα βρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης: οικονομική αστάθεια, κοινωνική ένταση, πολιτική πόλωση και διεθνείς πιέσεις ασφυκτικές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Αντώνης Σαμαράς ανέλαβε το τιμόνι της Ελλάδας με ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και αίσθηση καθήκοντος, αποδεικνύοντας στην πράξη πως «η θέση δεν καταξιώνει το πρόσωπο, το πρόσωπο καταξιώνει τη θέση».
Δεν αρκέστηκε να διατηρήσει απλώς την εξουσία. Την υπηρέτησε. Και την καταξίωσε με το έργο, τις αποφάσεις και το ήθος του. Αντί να αφήσει τη θέση να καθορίσει την αξία του, απέδειξε ότι ο χαρακτήρας και η ευθύνη του ηγέτη μπορούν να αναδείξουν τη θέση — ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές.
Όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία τον Ιούνιο του 2012, η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς αβεβαιότητας. Η ανεργία είχε εκτιναχθεί, οι τράπεζες ασφυκτιούσαν, η κοινωνία βίωνε την απελπισία της κρίσης.
Κι όμως, μεθοδικά, βήμα-βήμα, η κυβέρνηση Σαμαρά κατάφερε να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Ελλάδας στην Ευρώπη και να επαναφέρει την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης πριν τη λήξη της θητείας της.
Η Ελλάδα άρχισε τότε να ξανακερδίζει το χαμένο της κύρος.
Οι αγορές άνοιξαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναγνώρισαν τη βελτίωση.
Και η χώρα ετοιμαζόταν να βγει από τα μνημόνια — κάτι που, δυστυχώς, ανακόπηκε με την πολιτική αλλαγή του 2015.
Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν περιορίστηκε σε λογιστικές διορθώσεις. Εφάρμοσε ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις που στόχευαν όχι μόνο στη δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και στην κοινωνική ισορροπία.
Μεταξύ των σημαντικότερων αποφάσεων της περιόδου αυτής ήταν:
• Η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, που στήριξε μικρές επιχειρήσεις και καταναλωτές.
• Η προστασία των δανειοληπτών, με ρύθμιση ώστε οι δόσεις να μην υπερβαίνουν το 30% του εισοδήματός τους.
• Η ανακεφαλαιοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας, με στόχο την τόνωση της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγής.
• Η διατήρηση της φορολογικής σταθερότητας για τις επιχειρήσεις, αποφεύγοντας νέα επιβάρυνση μέσα στην κρίση.
• Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μετά την προηγούμενη κατάργησή τους, ως ένδειξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
• Η αποφυγή περαιτέρω περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, όπου αυτό ήταν εφικτό, για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Όλα αυτά συνιστούν μια διακυβέρνηση που συνδύασε τον ρεαλισμό με την ευαισθησία — μια σπάνια ισορροπία στις πιο σκληρές συνθήκες των μνημονίων.
Σε αντίθεση με άλλες εποχές, η πρωθυπουργία του Αντώνη Σαμαρά έμεινε αμόλυντη από σκάνδαλα.
Δεν υπήρξε υπόθεση διαφθοράς που να αμαύρωσε τη δημόσια εικόνα της κυβέρνησής του ή να τραυμάτισε την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Ακόμα και η απόπειρα πολιτικής σπίλωσης μέσω της υπόθεσης Novartis αποδείχθηκε μια συνειδητή σκευωρία — κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα θεσμικά και πολιτικά.
Ο ίδιος ο Σαμαράς στάθηκε όρθιος, κατήγγειλε το παρακράτος των «σκευωρών» και δικαιώθηκε πλήρως.
Αυτή η καθαρότητα είναι που κάνει τη διακυβέρνησή του να ξεχωρίζει.
Γιατί η ηθική στάση ενός ηγέτη δεν φαίνεται όταν όλα είναι εύκολα, αλλά όταν όλα είναι εναντίον του.
Και εκείνος απέδειξε ότι η εξουσία μπορεί να υπηρετείται με αξιοπρέπεια, όχι να χρησιμοποιείται για ίδιον όφελος.
Το αξίωμα του Πρωθυπουργού πολλοί το θεωρούν προνόμιο.
Ο Αντώνης Σαμαράς το υπηρέτησε ως καθήκον.
Στάθηκε απέναντι στις πιέσεις των δανειστών χωρίς να υποκύψει σε ταπεινωτικούς όρους, και απέναντι στις εσωτερικές αντιδράσεις χωρίς να χάσει τη νηφαλιότητά του.
Ήταν ηγεσία με προσωπικό θάρρος και ακεραιότητα, όχι διαχείριση συμβιβασμών.
Σήμερα, που η Ελλάδα εξακολουθεί να δοκιμάζεται από νέες κρίσεις — οικονομικές, θεσμικές, κοινωνικές — η θητεία του Αντώνη Σαμαρά υπενθυμίζει κάτι πολύτιμο:
Ότι η πολιτική δεν είναι επάγγελμα, είναι ευθύνη.
Ότι η θέση δεν καταξιώνει το πρόσωπο — το πρόσωπο καταξιώνει τη θέση.
Και σε μια εποχή όπου το ήθος σπανίζει, η παρακαταθήκη εκείνης της περιόδου αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία. Γιατί η ακεραιότητα δεν έχει ημερομηνία λήξης· μένει, ως μέτρο σύγκρισης και ως πρότυπο για το πώς μπορεί να κυβερνηθεί μια χώρα, ακόμη και μέσα στην πιο βαθιά κρίση, με σεβασμό, σταθερότητα και ήθος.
