Σε “CCC” από “CC” αναβαθμίστηκε η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από τον καναδικό οίκο αξιολογήσεων DBRS. Παράλληλα, ο οίκος έβγαλε τη χώρα από καθεστώς επανεξέτασης και έθεσε σταθερή την τάση σε όλες τις αξιολογήσεις.
Όπως ανακοίνωσε η DBRS, αυτή η αναβάθμιση αντανακλά την οπτική ότι το παρόν πρόγραμμα μπορεί να οδηγήσει στην σταθεροποίηση τόσο του τραπεζικού τομέα, όσο και της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τoν οίκο αξιολόγησης, η συμφωνία της 15ης Ιουλίου μεταξύ των ελληνικών αρχών και των Θεσμών για ένα τριετές τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής ύψους 86 δισ. ευρώ, χαλάρωσε τις έντονες πιέσεις στη ρευστότητα και απομάκρυνε την άμεση απειλή για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την επακόλουθη αθέτηση χρέους.
Το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε μια σειρά από δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, ενώ οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν τα stress tests της ΕΚΤ και ολοκλήρωσαν με επιτυχία την ανακεφαλαιοποίηση τους, αναφέρει η DBRS.
Ωστόσο, η DBRS υπογραμμίζει πως η αβεβαιότητα που σχετίζεται με τα capital controls και τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα καθώς και η ανάγκη για την ψήφιση και εφαρμογή δημοσιονομικών και διαθρωτικών μέτρων από έναν εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό, και μια εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μπορεί να αποσταθεροποιήσουν την μακροοικονομική σταθερότητα που αποκτήθηκε πρόσφατα .
Η DBRS κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρεί ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο και είναι αναγκαία η μείωσή του για τη δημιουργία των συνθηκών για τη μακροοικονομική σταθερότητα.
Η συμμόρφωση με τις φορολογικές, διαρθρωτικές και δημοσιονομικές προσαρμογές στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης που θα θέσουν το δημόσιο χρέος σε μια σταθερή κατηφορική πορεία που θα δώσει ώθηση στην αξιολόγηση, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η περαιτέρω χαλάρωση των ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίων θα βοηθήσει στη χαλάρωση των χρηματοδοτικών περιορισμών και θα αυξήσει τις προοπτικές ανάπτυξης, είναι ορισμένοι από τους λόγους που θα ενεργοποιήσουν περαιτέρω αναβαθμίσεις, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης.
Επισημαίνεται επίσης πως ο επαναπρογραμματισμός των δανείων του επίσημου τομέα, πιθανότατα μέσω μίας παράτασης των προθεσμιών λήξης και της μείωσης των επιτοκίων, που θα μείωνε τις ανάγκες επαναχρηματοδότησης της Ελλάδας κατά τα επόμενα χρόνια θα ασκούσε επίσης ανοδική πίεση στην αξιολόγηση.