Του Πάνου Καρούμπαλη / μελος της Κεντρικής Επιτροπής ΟΝΝΕΔ
Φαντάζομαι πως κανείς δεν θεωρεί πως ο Πρωθυπουργός, γνωρίζοντας την αντικειμενική δυσκολία του εγχειρήματος, τρελάθηκε και επίσπευσε την διαδικασία της Προεδρικής εκλογής, και νομίζω κανείς δεν πιστεύει τον αφελή συλλογισμό ότι ήθελε να ξεφορτωθεί την καυτή πατάτα, της δύσκολης ομολογουμένως διαπραγμάτευσης και της επιβολής νέων μέτρων.
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, την ώρα που η Χώρα έδινε την τελική μάχη και ήταν αναγκαία η πολιτική σταθερότητα, ώστε να αυξηθεί η διαπραγματευτική μας ισχύς, η Κυβέρνηση είχε την ατυχία να έχει απέναντί της την πιο ανεύθυνη αντιπολίτευση από την μεταπολίτευση και έπειτα.
Η πολιτική αστάθεια που προκλήθηκε, είχε σαν αποτέλεσμα την σκλήρυνση της στάσης της Τρόικα. Ενδεικτικό των ερεθισμάτων που έπαιρναν οι δανειστές μας για την πολιτική αβεβαιότητα που επικρατούσε, ήταν η δήλωση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι θα αρνηθεί συναντήσει την Καγκελάριο της Γερμανίας εφόσον εκλεγεί Πρωθυπουργός. Καφενειακού επιπέδου ρητορική δηλαδή, που όμως ουσιαστικά μας στέρησε τα διαπραγματευτικά μας όπλα.
Έτσι οδηγούμαστε σε πρόωρες εκλογές με τις δημοσκοπήσεις να εμφανίζουν το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να προηγείται.
Ας δούμε όμως μια προοπτική Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακυρώσει τα μνημόνια, έτσι λέει ο Στρατούλης τουλάχιστον, βέβαια ο Μητρόπουλος διαφωνεί λέγοντας πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, φαντάζομαι όμως πως μια συντροφική παρτίδα τάβλι στα πέντε, θα δώσει τέλος στη διαφωνία και στην μελλοντική κυβέρνηση την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση να διαπραγματευτεί τις θυσίες ενός ολόκληρου λαού. Τα ζάρια θα έχουν μιλήσει και ο Σόιμπλε θα πρέπει να δεχθεί αναντίρρητα τους όρους της επαναστατικής κυβέρνησης.
Εξ άλλου όπως έχει πει και ο Λαφαζάνης «Εμείς δε χρωστάμε, μας χρωστάνε». Θα αμφισβητήσει το δημόσιο χρέος της χώρας με στόχο τη διαγραφή του χρέους.
Εδώ πραγματικά έχουμε να κάνουμε με το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα ακαταλληλότητας της διαπραγματευτικής πολιτικής που λέει ότι θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς σε αντίθεση με την αναδιάρθρωση του χρέους που κατείχαν ιδιώτες το 2012, σήμερα το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του είναι στα χέρια των χωρών της Ευρωζώνης.
Φυσικά λοιπόν θα πρέπει να διαπραγματευτούμε αρχικά για την παράταση της εξόφλησής του, ώστε το δημοσιονομικό βάρος να μην αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη και στην συνέχεια να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους εταίρους και δανειστές μας για μια γενναία αναπροσαρμογή.
Αυτού του είδους η διαπραγμάτευση όμως, είναι και η λεπτότερη καθώς όπως είπαμε και παραπάνω αφορά τα Υπουργεία Οικονομικών της Ευρωζώνης, άρα λαούς και όχι ιδιώτες επενδυτές.
Πιστεύω πως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι ψευτοπαλικαρίστικες πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ εδώ.
Ο μακαρίτης ο Τσάβες θα έσκαγε από τη ζήλια του, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε εθνικοποίηση και δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος ενώ παράλληλα θα επανακτήσει τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις προς όφελος του δημοσίου.
Εδώ δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση καθώς όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι λίγο πολύ προαναγγέλλεται μια κομμουνιστική επανάσταση μέσα στην Ευρωζώνη, αφού το Ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτο.
Η πολιτική όμως δεν περιορίζεται στην οικονομία και στην Κουμουνδούρου το ξέρουν καλά αυτό, έτσι ξεκινώντας από τον τομέα της δημόσιας τάξης και των σωμάτων ασφαλείας, θα καταργήσουν τα ΜΑΤ.
Το θέμα είναι με τι θα τα αντικαταστήσουν. Υποψιάζομαι πως ορισμένες συνιστώσες τύπου Ρόζα Λούξεμπουργκοραματίζονται πολιτοφύλακες που θα απαρτίζονται από έμπειρους μαχητές του αντιεξουσιαστικού χώρου και λαϊκά δικαστήρια όπου θα θριαμβεύει η Δημοκρατία.
Μπορεί να φαίνονται κάπως υπερβολικά όλα αυτά, ας αφήσουμε λοιπόν τις υποθέσεις και ας ρίξουμε μια ματιά στα γεγονότα.
Όταν μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ, μιλάμε για έναν πολιτικό οργανισμό που στην καλύτερη περίπτωση δεν καταδικάζει την βία, την ανομία και την τρομοκρατία, αν και στην πραγματικότητα μάλλον τιςθεωρεί συγγενείς του.
Για να εξηγούμαστε:
Τον Μάιο του 2012 πέντε από τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάρτυρες υπεράσπισης των Αλέξανδρου Γιωτόπουλου και Ηρακλή Κωστάρη που καταδικάστηκαν για τις ενέργειες της 17 Νοέμβρη. Τον Ιούνιο που μας πέρασε οι Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Κουράκης και Κατριβάνου δεν δίστασαν να παραστούν σαν μάρτυρες υπεράσπισης του καταδικασμένου αρχιεκτελεστή Σάββα Ξηρού στην εκδίκαση του αιτήματός του να εκτίσει κατ’ οίκον την ποινή του.
Και μιλάμε για την Τρομοκρατία στην σκληρότερη μορφή που έχει γνωρίσει αυτή η Χώρα, δεν αναφέρουμε τίποτα για την συμπάθεια που εκφράζουν με κάθε ευκαιρία τα στελέχη της Κουμουνδούρου κάθε φορά που τα καλόπαιδα με τα μαύρα αποφασίζουν να σπάσουν το κέντρο της Αθήνας. να καταλάβουν κάποιο δημόσιο χώρο ή να χρησιμοποιήσουν το Ελληνικό Πανεπιστήμιο για την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, όπου ιδεών βλέπε μολότοφ.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σταθερά δίνει συγχωροχάρτι σε κάθε είδους αντικοινωνική συμπεριφορά της ακροαριστεράς είτε υπό το βάρος της διατήρησης των εσωκομματικών της ισορροπιών, είτε από καθαρά πολιτική επιλογή. Ποιο είναι άραγε πιο επικίνδυνο;
Αλλά και για τα Εθνικά ζητήματα οι θέσεις του Αλέξη και της παρέας του είναι ξεκάθαρες, τα ανθελληνικά παραληρήματα είναι κανόνας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα, πρώην στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που χάρισε τα Ίμια στην Τουρκία αλλά και τον Βουλευτή Χρήστο Καραγιαννίδη που σε συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματός του λέει επί λέξει: «Να αφήσουμε κατά μέρους τα εθνικά φαντασιακά, τους εθνικούς μας εχθρούς, γιατί σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν σύνορα. Δεν υπάρχουν εθνικά σύνορα. Υπάρχουν ταξικά σύνορα».
Γίνεται αντιληπτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα βαθιά αντικοινωνικό, περιθωριακό κόμμα, αν μπορεί να χαρακτηριστεί κόμμα, με τις παλινωδίες των στελεχών του, που επιδιώκει να απαντήσει σε ερωτήματα που ο σύγχρονος ανεπτυγμένος κόσμος έχει απαντήσει εδώ και πολλά χρόνια.
Οι ανάγκες της εποχής απαιτούν απαντήσεις ρεαλιστικές σε ερωτήσεις σύγχρονες που προβληματίζουν τις κοινωνίες και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει από αυτές γιατί αν και ευαγγελίζεται το νέο και το ριζοσπαστικό, είναι εντελώς κατεστημένος, πιο τρανή απόδειξη από το σφιχταγκάλιασμά του με τις συντεχνίες και την ταύτισή του με τους κατόχους προνομίων,εργατοπατέρες του κρατισμού και λοιπούς συγγενείς δεν υπάρχει.
Τώρα πια η ευθύνη, όπως σε όλες τις δημοκρατίες είναι στον λαό, και η ευθύνη, το χρέος του λαού είναι να μην εξαπατηθεί, όχι μόνο για αυτή τη γενιά, που έχει θυσιάσει πολλά για να κρατηθούμε όρθιοι οικονομικά και υπερήφανοι Εθνικά, αλλά κυρίως για την επόμενη γενιά Ελλήνων που θα μας κρίνει μέσα από την ιστορία. Και η ιστορία είναι αμείλικτος κριτής και δεν δικαίωσε ποτέ αυτόν που προφασίστηκε ότι δεν ήξερε.