«Στη συμφωνία που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς υπάρχει ρητή αναφορά ότι δεν προβλέπεται “κούρεμα καταθέσεων”, ανεξαρτήτως ποσού», τονίζει η πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, κυρία Λούκα Κατσέλη, σε συνέντευξή της στο τεύχος Οκτωβρίου, του περιοδικού ‘Οικονομική Επιθεώρηση.
«Η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης που είναι ευθύνη της ΕΚΤ, προχωρά γρήγορα με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Όταν ολοκληρωθούν και τα stress tests, τότε θα προσδιορισθούν και οι κεφαλαιακές ανάγκες ανά τράπεζα. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί εντός του 2015», αναφέρει η κυρία Κατσέλη.
«Η εκτίμησή μας είναι ότι δεν θα χρειασθεί το σύνολο των 25 δισ. ευρώ που προβλέπεται στη συμφωνία για την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών. Το ακριβές ποσό που θα απαιτηθεί, θα προκύψει βάσει των ακραίων προβλέψεων που θα γίνουν από την ΕΚΤ. Πιστεύω ότι γνώμονας θα είναι, το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης να αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες του τραπεζικού μας συστήματος και να εγγυάται, τόσο τη βιώσιμη πορεία του στο μέλλον, όσο και την ουσιαστική συμμετοχή ιδιωτών στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης», επισημαίνει επίσης η πρόεδρος της ΕΕΤ.
Ερωτηθείσα σχετικά με το θέμα των «κόκκινων δανείων» η κυρία Κατσέλη απάντησε λέγοντας ότι «το 2010, τόσο ο νόμος 3816/2010 για τη ρύθμιση επιχειρηματικών και επαγγελματικών οφειλών, όσο και ο νόμος 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ήταν – αν θέλετε – “προφητικοί”. Διότι διέβλεπαν τη μεγάλη ύφεση που ερχόταν, και επιχείρησαν με αυστηρά κριτήρια και προϋποθέσεις, να δώσουν μια ανάσα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν πραγματικές δυσκολίες. Τότε, όπως ίσως θα θυμάστε, οι αντιδράσεις ήταν πολλές και έντονες. Σήμερα το σκηνικό έχει αλλάξει. Οι τράπεζες ανταγωνίζονται η μία την άλλη, ποια θα προσφέρει το πιο ελκυστικό πρόγραμμα ρύθμισης δανείων, κάτι που δεν ίσχυε πριν. Αυτό είναι σημαντικό και για την ελάφρυνση των δανειοληπτών, αλλά και για τη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Χρειάζονται βεβαίως, περαιτέρω πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Γι’ αυτό άλλωστε προβλέπεται από τη συμφωνία με τους θεσμούς, η εκπόνηση ειδικής μελέτης από την Τράπεζα της Ελλάδος και νομοθετική πρωτοβουλία από την κυβέρνηση. Προσωπικά πιστεύω ότι οι τράπεζες μπορούν από μόνες τους να διαχειριστούν ικανοποιητικά τα μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, αλλά χρειάζεται συντονισμένη συλλογική δράση για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων κοινοπρακτικών επιχειρηματικών δανείων».
Η πρόεδρος της ΕΕΤ αναφέρει επίσης ότι «αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος, είναι να υπάρχει πολιτική σταθερότητα και επιστροφή στην ομαλότητα. Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα να βελτιωθεί σταδιακά ακόμη και ο τρόπος που οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι πιο μικρές, προσλαμβάνουν το ρόλο του τραπεζικού συστήματος. Να αισθανθούν ότι οι τράπεζες δεν είναι απέναντί τους, αλλά δίπλα τους. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών εκ μέρους των τραπεζών, και κοινή προσπάθεια από όλους, για να οικοδομηθούν και πάλι σχέσεις εμπιστοσύνης, διαφάνειας και αξιοπιστίας».