Στη σημαντική αύξηση που εμφάνισε η συνολική ιδιωτική υπερχρέωση σε αρκετά κράτη μέλη από το 2008, αναφέρεται η τριμηνιαία έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Κομισιόν για την κατάσταση της οικονομίας στην ευρωζώνη που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, την περίοδο 2008-2013 διψήφιες αυξήσεις στην ιδιωτική υπερχρέωση σημειώθηκαν στην Κύπρο και στην Ιρλανδία, ενώ στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ελλάδα υπήρξαν μεν πιο συγκρατημένες αυξήσεις αλλά ξεπέρασαν τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Εξάλλου, σύμφωνα με την Επιτροπή, η υπερχρέωση των νοικοκυριών είτε υποχώρησε σε μικρό βαθμό σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Σλοβενία και Ιταλία, είτε παρέμεινε στα ίδια επίπεδα όπως στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Γαλλία και τη Φινλανδία.
Στην ίδια έκθεση, η Κομισιόν τονίζει ότι στην Ελλάδα η συρρίκνωση της οικονομίας συνέχισε να δυσκολεύει την προσπάθεια μείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά η συνεισφορά άλλων παραγόντων συνέβαλε στο να μην υπάρξει περαιτέρω αύξηση του χρέους.
Μεταξύ των χωρών που εμφανίζουν υψηλές πιθανότητες για απομόχλευση (σ.σ. γενικευμένη τάση μείωσης των χρεών σε βάρος των πιστωτών) του χρέους των νοικοκυριών, το ύψος του χρέους που θα πρέπει να μειωθεί υπερβαίνει το 10% σε επτά κράτη μέλη μεταξύ των οποίων στην Ελλάδα, την Ολλανδία, την Κύπρο και την Ισπανία.
Η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Ισπανία μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με ιδιωτική απομόχλευση που μπορεί να φτάσει το 30% του ΑΕΠ, προειδοποιεί η Κομισιόν, η οποία αναφέρει ακόμη ότι σχετικά μεγάλες πιέσεις για άμεση και δραστήρια απομόχλευση θα πρέπει να αναμένεται ότι θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια, στην Κύπρο, στην Ελλάδα και στη Σλοβενία.
Στην έκθεσή της η Κομισιόν εξετάζει τον αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομική δραστηριότητα σε μια περίοδο όπου η νομισματική πολιτική είναι προσωρινά συρρικνωμένη. Η Κομισιόν καταλήγει στο βασικό συμπέρασμα ότι σε αυτήν τη συγκυρία ορισμένες μεταρρυθμίσεις μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, αλλά ο αντίκτυπος είναι περιορισμένος και τελικά η μετάθεση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας δεν αποτελεί τη σωστή πολιτική επιλογή.