Όταν οι παλιές Ελληνικές ταινίες κατέγραφαν την καθημερινότητα και έλεγαν τις αλήθειες που φοβούνται κάποιοι να πούνε σήμερα…!
Ποιος δεν θυμάται την θεατρική κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά, η οποία στη συνέχεια διασκευάστηκε και κινηματογραφήθηκε από την Φίνος Φιλμ το 1969 σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Αλέκο Αλεξανδράκη και Έλενα Ναθαναήλ.
Ο κεντρικός προβληματισμός της ταινίας είναι “αν η αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής θέσης ενός ατόμου συνεπάγεται αναγκαστικά και την ιδεολογική του μετατόπιση”. Κάτι βέβαια που αποδεικνύεται στην ταινία με τους αρχικά αριστερούς Αλεξανδράκη και Ναθαναήλ, να ασπάζονται τον…καπιταλισμό (!) μόλις έγιναν πλούσιοι…!
Ο Βασίλης Βασιλάκης (στην ταινία: Γιώργος Κωνσταντίνου) είναι ένας χαμηλόμισθος υπάλληλος ενός εκδοτικού οίκου. Εντούτοις, οι πεποιθήσεις του είναι ιδιαίτερα συντηρητικές και δείχνει υπερβολικό σεβασμό στην προϊστάμενό του, κα Φαρλάκου (Τασσώ Καββαδία). Για το λόγο αυτό, έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση με το συνάδελφό του Μάνο Αποστόλου (Αλέκο Αλεξανδράκη), ο οποίος έχει εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις. Εξάλλου, ο Βασίλης προσπαθεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα αγοράζοντας λαχεία, όμως δεν έχει τύχη.
Ο ποιητής Τιμολέων Φανφάρας (Γιώργος Μιχαλακόπουλος) συνεργάζεται με τον εκδοτικό οίκο και χαίρει της εκτίμησης της κας Φαρλάκου και του Βασίλη, όχι όμως και του Μάνου. Έτσι ο Μάνος, ο οποίος αρθρογραφεί σε μια φιλοαριστερή εφημερίδα, καταφέρεται εναντίον του ποιητή με περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς. Αυτό έχει ως συνέπεια την απόλυσή του.
Η Ντίνα (Έλενα Ναθαναήλ), αδερφή του Βασίλη, μαζί με τη μητέρα τους (Ελένη Ζαφειρίου), καταφθάνουν από το χωριό στην Αθήνα μετά από ένα επεισόδιο που είχε η Ντίνα με τον κοινοτάρχη. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, ο Βασίλης ανακαλύπτει προς φρίκη του ότι η αδελφή του έχει αναρχική δραστηριότητα. Εξοργίζεται, δε, ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνει ότι η Ντίνα έχει συνάψει δεσμό με το Μάνο και σκοπεύει να τον παντρευτεί.
Τελικά, ο Μάνος όχι μόνο γίνεται γαμπρός του Βασίλη, αλλά καταφέρνει να κάμψει τις συντηρητικές του πεποιθήσεις και να τερματίσει τη μανία του με την αγορά λαχείων. Έτσι, ο Βασίλης αποφασίζει να ζητήσει επιτακτικά αύξηση από την προϊστάμενό του, η οποία όμως αρνείται και στη συνέχεια τον απολύει.
Στο μεταξύ, ο Μάνος αγοράζει ένα λαχείο από έναν επίμονο λαχειοπώλη τον οποίο έδιωξε ο Βασίλης, και το λαχείο αυτό κερδίζει ένα μεγάλο ποσό. Αυτή η ειρωνεία της τύχης επιδρά πολύ άσχημα στην ψυχολογία του Βασίλη, που καταλήγει στο φρενοκομείο, νομίζοντας ότι είναι κόκορας. Από την άλλη, ο απότομος πλουτισμός μεταβάλλει τις αντιλήψεις του Μάνου και της Ντίνας, που αποκτούν νοοτροπία και συμπεριφορά βαθύπλουτων.
Μετά την αποθεραπεία του, ο Βασίλης επισκέπτεται την αδερφή του και το γαμπρό του, που έχουν αλλάξει εντελώς τρόπο ζωής. Όμως, όταν βλέπει ότι έχουν γίνει συνέταιροι με την κα Φαρλάκου και τον ποιητή Φανφάρα, το σοκ είναι τόσο ισχυρό που επαναφέρει μέσα του την ταυτοπροσωπία με τον κόκορα.
Ιστορική και κοινωνική ερμηνεία της ταινίας
Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα Θεάτρου του Κέντρου και έκφραση προσωπικής ιδεολογικής πίστης του συγγραφέα του. Έχει σαν στόχο του την Δεξιά και την Αριστερά. Ο κεντρικός προβληματισμός της ταινίας είναι “αν η αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής θέσης ενός ατόμου συνεπάγεται αναγκαστικά και την ιδεολογική του μετατόπιση”. Κάτι βέβαια που αποδεικνύεται στην ταινία με τους αρχικά αριστερούς Αλεξανδράκη και Ναθαναήλ, να ασπάζονται τον…καπιταλισμό μόλις έγιναν πλούσιοι…!
Μόλις κέρδισαν το λαχείο…